hermann-hesse-Σιντάρτα

63

Upload: -

Post on 28-Apr-2015

102 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

Hermann-Hesse-Σιντάρτα

TRANSCRIPT

Page 1: Hermann-Hesse-Σιντάρτα
Page 2: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

Σειρά: ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Τίτλος πρωτοτύπου: SIDDHARTHA Συγγραφέας: ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ Μετάφραση: ΛΙΑ ΖΟΥΡΓΟΥ

Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία: Typoffset, Β. Κουκουλής & ΣΙΑ ο.ε. Ιασωνίδου 6, Τηλ. 2310.689.070 Fax. 2310.689.067

Copyright © 1985 ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Κεντρική Δ ιάθεση: ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Αριστοτέλους 8 - 54623 Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310.220.415

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτι­κή, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.

ISBN 960-7318-32-3

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ

ΣΙ NTΑΡΤΑ

Μετάφραση Αία Ζουργού

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Page 3: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ Β Ρ Α Χ Μ Α Ν Ο Υ

Στη σκιά του σπιτιού και στον ήλιο της ακροποταμιάς, κοντά στα πλοία, στη σκιά του δάσους και κάτω απ" τον Ίσκιο της συκιάς μεγάλωνε ο Σιντάρτα, ο όμορφος γιος του βραχμάνου, νεαρό γεράκι, μαζί με τον Γκοβίντα το φίλο του, γιος βραχμάνου κι αυτός. Ο ήλιος μαύριζε τους φωτεινούς του ώμους στην ακροποταμιά, όταν κο­λυμπούσε, στα ιερά λουτρά, στις άγιες θυσίες. Οι σκιές χύνονταν στα μαύρα μάτια του στο άλσος των μάνγκο, ό¬ ταν έπαιζε με τ" αγόρια, όταν άκουγε το τραγούδι της μά¬ νας του, στις ιερές θυσίες, στα μαθήματα του πατέρα του, του σοφού πατέρα του και στις συζητήσεις των άλλων σοφών. Από καιρό συμμετείχε ο Σιντάρτα στους διάλο¬ γους τους, ασκούνταν μαζί με τον Γκοβίντα στον αγώνα των λόγων, στην τέχνη της παρατήρησης, στο καθήκον της περισσυλλογής. Μπορούσε ήδη να προφέρει άφωνα το Ο μ, τη λέξη των λέξεων, ήξερε να το λέει μέσα του σιω­πηλά με την εισπνοή και πάλι σιωπηλά να το ξαναλέει με την εκπνοή του, με την ψυχή συγκεντρωμένη και το μέτωπο να ακτινοβολεί από τη λαμπερή διαύγεια του πνεύματος. Κι ακόμα μπορούσε να αναγνωρίζει τον Άτμαν στο βάθος της ύπαρξης του, να τον ανακαλύπτει απρόσ¬ βλητο, ενωμένο με το σύμπαν.

Χαρά κυρίευε την καρδιά του πατέρα του, χαρά για το γιο που ήταν τόσο υπάκουος, που τόσο διψούσε για μά¬ θηση, καθώς τον έβλεπε να αναπτύσσεται σ* ένα μεγάλο σοφό και ιερέα, μορφή ξεχωριστή ανάμεσα στους βραχ'-μάνους.

Page 4: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Από χαρά πάλλονταν και της μητέρας του τα στήθη όταν τον κοίταζε, όταν τον έβλεπε να βαδίζει, να κάθεται, να σηκώνεται, αυτόν, τον Σιντάρτα της, τόσο δυνατό, τό­σο όμορφο και λυγερόκορμο, τόσο ευγενικό καθώς τη χαιρετούσε.

Αγάπη τάραζε και τις καρδιές των κοριτσιών των βραχ-μάνων όταν περνούσε από τους δρόμους της πόλης ο Σιν-τάρτα με το λαμπερό μέτωπο, το βασιλικό βλέμμα, το λε¬ πτό κορμί.

Αλλά αυτός που τον αγαπούσε πιο πολύ απ'όλους τους άλλους ήταν ο Γκοβίντα, ο φίλος του, γιος βραχμά-νου κι αυτός. Αγαπούσε τα μάτια του Σιντάρτα και την κα¬ θαρή φωνή του, αγαπούσε το βάδισμα και τις άψογες κι¬ νήσεις του, αγαπούσε όλα όσα έκανε και έλεγε ο Σιντάρ-τα και κυρίως αγαπούσε το πνεύμα του, τις υψηλές και ορ¬ μητικές του σκέψεις, τη φλογερή του θέληση, τον ιδιαί¬ τερο προορισμό του. Ο Γκοβίντα το ήξερε: ο Σιντάρτα δε θα γινόταν ποτέ ένας συνηθισμένος βραχμάνος, ένας φυγόπονος υπεύθυνος θυσιών, ένας άπληστος έμπορος μαγικών τύπων, ένας ανόητος, ματαιόδοξος ρήτορας, ένας κακός και ύπουλος ιερέας· ούτε όμως ένα αγαθό, κουτό πρόβατο, από αυτά που κάνουν τα μεγάλα κοπάδια. Ό χ ι . Ούτε κι ο ίδιος ο Γκοβίντα ήθελε να γίνει τέτοιος, ένας βραχμάνος σαν τόσους άλλους. Ήθελε να ακολουθήσει τον Σιντάρτα, τον εξαίσιο αγαπημένο Σιντάρτα. Κι όταν μια μέρα ο Σιντάρτα θα γινόταν θεός, όταν θα πήγαινε να, συναντήσει αυτούς που ακτινοβολούν, ο Γκοβίντα θα τον ακολουθούσε, σαν φίλος του, σαν συνοδός του, σαν υπηρέτης του, κουβαλητής του κονταριού του, σαν σκιά του.

Όλο ι αγαπούσαν τον Σιντάρτα, για όλους ήταν πηγή χαράς και ευχαρίστησης.

Αυτός όμως, ο Σιντάρτα, δεν εύρισκε καμιά χαρά μέ¬ σα του, καμιά ευχαρίστηση.Κι όταν βάδιζε στους ρόδι¬ νους δρόμους του κήπου με τις συκιές, κι όταν καθόταν στη γαλάζια σκιά του άλσους των συλλογισμών, κι όταν εξαγνιζόταν στο καθημερινό ιερό λουτρό, κι όταν θυσία-

ζε στο βαθύσκιωτο δάσος των μάνγκο με κινήσεις τέλεια αρμονικές, αυτός που όλοι αγαπούσαν, που ήταν η χαρά όλων, καμιά χαρά δεν έκρυβε στην καρδιά του. Τα νερά του ποταμού με τη ροή τους έφερναν όνειρα και σκέψεις δίχως τέλος, το σπινθήρισμα των αστεριών, η λάμψη από τις αχτίνες του ήλιου, ο καπνός των θυσιών, η πνοή των στίχων της Βέδας Ριγκ, η διάχυτη γνώση των γέρων βραχ-μάνων, όλα αυτά απασχολούσαν το μυαλό του και ξεσή¬ κωναν την ψυχή του.

Ο Σιντάρτα είχε αρχίσει να νιώθει δυσάρεστα. Είχε αρ¬ χίσει να αισθάνεται ότι η αγάπη του πατέρα του και η αγάπη της μητέρας του ακόμα και η αφοσίωση του φίλου του Γκοβίντα δε θα τού 'φερναν πάντα ευτυχία, δε θα τον γαλήνευαν , δε θα τον χόρταιναν, δε θα του αρκούσαν. Είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι ο σεβαστός πατέρας του και οι άλλοι δάσκαλοι του, οι σοφοί βραχμάνες, του εί¬ χαν κιόλας προσφέρει το μεγαλύτερο και καλύτερο μέ¬ ρος της σοφίας τους, ότι είχαν χύσει το περιεχόμενο τους στην ανυπόμονη ύπαρξη του και αυτή δε γέμισε, το πνεύμα δεν ικανοποιήθηκε, η ψυχή δεν ησύχασε, η καρδιά δε γαλήνεψε. Τα καθαρτήρια λουτρά ήταν καλά, αλλά ήταν μόνο νερό, δεν ξέπλεναν τις αμαρτίες, δε χόρταιναν τη δίψα του πνεύματος, δε γιάτρευαν το φόβο της καρδιάς. Οι θυσίες ήταν έξοχες και οι επικλήσεις των θεών —όμως αυτό ήταν όλο; Χάριζαν οι θυσίες την ευτυχία; Και τί γι­νόταν με τους θεούς; Ο δημιουργός του κόσμου ήταν ο Πραγιαπάτι; Δεν ήταν ο Άτμαν ; Αυτός, ο Μοναδικός, ο Ένας; Οι θεοί δεν ήταν μορφές δημιουργημένες, όπως εγώ και συ, υποκείμενες στο χρόνο, παροδικές;Ηταν λοι¬ πόν καλό, ήταν σωστό, είχε νόημα να θυσιάζει κανείς στους θεούς; Σε ποιον άλλο να προσφέρει κανείς θυσίες, ποιον άλλο να λατρεύει παρά Αυτόν, τον Μοναδικό, τον Άτμαν ; Και πού κατοικούσε ο Άτμαν , πού να τον βρει κα¬ νείς, πού λοιπόν χτυπούσε η αιώνια καρδιά του: Πού αλ¬ λού παρά στο ίδιο το Εγώ, το εσώτατο και το αναλλοίω¬ το, αυτό που έχει ο καθένας μέσα του. Αλλά πού, πού βρισκόταν αυτό το Εγώ, το βαθύτατο, το έσχατο; Δεν

- 8 -

Page 5: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

Ε Ρ Μ Α Ν ΕΣΣΕ Σ ΙΝΤΑΡΤΑ

ήταν ούτε η σάρκα, ούτε τα κόκκαλα, δεν ήταν η σκέ­ψη ούτε η συνείδηση, έτσι δίδασκαν οι σοφοί. Πού, πού λοιπόν βρισκόταν; Και για να φτάσω μέχρι το Εγώ, μέχρι τον Άτμαν υπάρχει κάποιος άλλος δρόμος που αξίζει να αναζητήσω; Αχ, κανένας δε δείχνει αυτόν το δρόμο, κανένας δεν τον ξέρει, ούτε ο πατέρας, ούτε οι σοφοί και οι δάσκαλοι,ούτε οι ιεροί ύμνοι των θυσιών. Ό λ α τα ήξεραν οι βραχμάνες και τα ιερά βιβλία τους, όλα τα ή¬ ξεραν, για όλα φρόντιζαν και όλα τους απασχολούσαν: η δημιουργία του κόσμου, οι αρχές της γλώσσας, η τροφή, η εισπνοή και η εκπνοή, οι νόμοι των αισθήσεων, οι πρά¬ ξεις των θεών —άπειρες γνώσεις είχαν—, αλλά τί αξίζει να τα ξέρει κανείς όλα αυτά όταν δεν ξέρει το "Ενα και Μο­ναδικό, το σπουδαιότερο και σημαντικότερο α π ' όλα;

Βέβαια, πολλοί στίχοι των ιερών βιβλίων και προπά­ντων στην Ουπανισάδα της Σαμαβέδας μιλούσαν γι"

αυτό το βαθύτατο και το έσχατο, υπέροχοι στίχοι: " η ψυχή σου είναι ο κόσμος όλος"· και ακόμα ότι ο άνθρωπος όταν κοιμάται, όταν κοιμάται βαθιά, φθάνει στα βάθη της ψυχής του και βρίσκεται στον Άτμαν. Υπέροχη σοφία υ¬ πήρχε σ' αυτούς τους στίχους, όλες οι γνώσεις των πιο σοφών βρίσκονταν εκεί συγκεντρωμένες σε μαγικές λέ¬ ξεις, σοφία καθαρή σαν το μαζεμένο από τις μέλισσες μέ¬ λι. Όχ ι , δεν ήταν για περιφρόνηση αυτή η τεράστια συσ¬ σώρευση γνώσεων, που συγκεντρώθηκε και διατηρήθηκε εδώ σ' αυτούς τους στίχους από αναρίθμητες γενιές σο¬ φών βραχμάνων. Αλλά πού ήταν οι βραχμάνες, πού ή¬ ταν οι ιερείς, πού ήταν οι σοφοί, που κατόρθωσαν όχι μό¬ νο να αποκτήσουν ολότελα αυτή τη βαθύτερη γνώση αλλά και να τη ζήσουν; Πού ήταν ο έμπειρος, αυτός που θα έ¬ φερνε στο φως, μαγεύοντας την, τη συνύπαρξη με τον Άτμαν , στη ζωή, στο βάδισμα και στο περπάτημα, στα λό¬ για και τις πράξεις:

Ο Σιντάρτα γνώριζε πολλούς σεβαστούς βραχμάνες, πρώτα πρώτα τον πατέρα του, άνθρωπο αγνό, μορφωμένο, αξιοσέβαστο. Ήταν σεβαστός ο πατέρας του, ήρεμοι και ευγενικοί οι τρόποι του, αγνή η ζωή του, σοφά τα λόγια

του, εξαίρετες και υψηλές οι σκέψεις που κατοικούσαν το μέτωπο του - αλλά ακόμα κι αυτός, που γνώριζε τόσα πολλά, ζούσε σε ευδαιμονία, είχε ειρήνη, δεν ήταν κι αυτός ακόμα από κείνους που ψάχνουν, ένας διψασμένος; Δεν έπρεπε ξανά και ξανά, πάντα διψασμένος, να πίνει από τις ιερές πηγές, τις θυσίες, τα βιβλία και τις συζητή¬ σεις των βραχμάνων; Γιατί έπρεπε αυτός ο άψογος, κάθε μέρα να καθαρίζεται από τις αμαρτίες, κάθε μέρα να μοχ¬ θεί για την εξιλέωση, κάθε μέρα από την αρχή; Δεν βρι¬ σκόταν λοιπόν ο Άτμαν μέσα του, δεν κυλούσε στη δι¬ κιά του καρδιά η αρχική πηγή; Αυτή έπρεπε να βρει κα¬ νείς, την αρχική πηγή στο ίδιο το Εγώ του, αυτή έπρεπε κυρίως να αποκτήσει. Όλα τα άλλα ήταν μάταιες αναζη¬ τήσεις, υπεκφυγές και πλάνες.

Τέτοιες ήταν οι σκέψεις του Σιντάρτα, αυτές ήταν η δίψα του, αυτές ήταν ο πόνος του.

Συχνά έλεγε μέσα του τα λόγια μιάς Ουπανισάδας Σαν-•Τόγια: "Πραγματικά, το όνομα του βραχμάνου είναι Σα-τιάμ, δηλαδή αλήθεια, κι αυτός που το ξέρει μπαίνει κα¬ θημερινά στον κόσμο τον ουράνιο και εξαίρετο". Συχνά «φαινόταν κοντά αυτός ο κόσμος ο ουράνιος και εξαίσιος, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να τον φτάσει ολότελα, ποτέ δεν είχε χορτάσει τη δίψα του ώς το τέλος. Και από ό¬ λους τους σοφούς που άκουγε τη διδασκαλία τους, δεν υ¬ πήρχε ούτε ένας που να είχε αγγίξει εντελώς αυτόν τον κόσμο τον ουράνιο και εξαίσιο, ούτε ένας που να είχε σβήσει αυτή την ατέλειωτη δίψα.

"Γκοβίντα", είπε ο Σιντάρτα στο φίλο του, "Γκοβίντα αγαπημένε, έλα μαζί μου κάτω από το μπανανόδεντρο, ας παραδοθούμε στην περισυλλογή".

Πήγαν στο μπανανόδεντρο και κάθησαν, εδώ ο Σιντάρ-τα και είκοσι βήματα πιο πέρα ο Γκοβίντα. Καθώς κάθη-σε, έτοιμος να προφέρει το Ο μ, ο Σιντάρτα μουρμουρί¬ ζοντας επαναλάμβανε τους στίχους:

"Το Ο μ είναι τόξο, το βέλος είναι η ψυχή, και ο Βράχμαν είναι ο στόχος του βέλους.

Αυτόν πρέπει να συναντήσει κανείς με κάθε τρόπο".

- 1 0 - - 1 1 -

Page 6: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Όταν πέρασε ο απαραίτητος χρόνος γ ι ' αυτή την ά­σκηση αυτοσυγκέντρωσης, ο Γκοβίντα σηκώθηκε. Είχε πέσει το βράδυ και ήταν η ώρα του βραδινού καθαρτή­ριου λουτρού. Φώναξε το Σιντάρτα με το όνομα του μα αυτός δεν έδωσε καμιά απάντηση. Καθόταν συγκεντρωμέ­νος, τα μάτια του κοίταζαν προσηλωμένα ένα μακρινό στό¬ χο, η άκρη της γλώσσας του μόλις πρόβαλλε ανάμεσα από τα δόντια του, δεν έδειχνε να αναπνέει. Έτσ ι καθόταν, τον τύλιγαν σκέψεις, συγκεντρωμένος στο Ο μ, με την ψυχή του σαν βέλος τεντωμένη προς το Βράχμαν.

Μια μέρα πέρασαν από την πόλη του Σιντάρτα τρεις σαμάνες, ασκητές που πήγαιναν να προσκυνήσουν, τρεις λιγνοί, σβησμένοι άνδρες, ούτε νέοι ούτε γέροι, με σκονι¬ σμένους και ματωμέμους ώμους, σχεδόν γυμνοί, καμέ¬ νοι από τον ήλιο. Πάντα μόνοι, ξένοι και εχθρικοί για τον κόσμο, παρείσακτα και αδύνατα τσακάλια στο βασίλειο των ανθρώπων. Στο πέρασμα τους απλωνόταν η φλογερή πνοή του σιωπηλού πάθους, του καταστρεπτικού καθή¬ κοντος, της άπονης άρνησης του Εγώ.

Το βράδυ, μετά την ώρα της περισυλλογής, είπε ο Σιν­τάρτα στον Γκοβίντα: "Αύριο τα χαράματα, φίλε μου, ο Σιντάρτα θα πάει στους σαμάνες. Θα γίνει κι αυτός σαμά-νος". Ο Γκοβίντα χλώμιασε όταν άκουσε τα λόγια του και στην ακίνητη μορφή του φίλου του διάβασε την από¬ φαση, οριστική και ασυγκράτητη, σαν βέλος που έφυγε πια από το τόξο. Ο Γκοβίντα το κατάλαβε αμέσως, με την πρώτη ματιά: τώρα αρχίζει, τώρα παίρνει ο Σιντάρτα το δρόμο του, τώρα αρχίζει να ανθίζει η μοίρα του και μαζί του βλασταίνει και το δικό μου πεπρωμένο. Και χλώμιασε σαν ξερό μπανανόφλουδο.

"Σιντάρτα", είπε, "θα στο επιτρέψει ο πατέρας σου,·" Ο Σιντάρτα κοίταζε πέρα, σαν να ξυπνούσε. Γρήγορα

σαν βέλος διάβαζε την ψυχή του Γκοβίντα, διάβαζε το φό¬ βο, διάβαζε την υποταγή.

"Γκοβίντα", είπε σιγά, "ας μη σπαταλάμε τα λόγια μας. Τα ξημερώματα θα αρχίσω τη ζωή του σαμάνου. Μη μιλάς άλλο γΓ αυτό".

Ο Σιντάρτα μπήκε στο δωμάτιο. Προχώρησε πίσω από τον πατέρα του, που καθόταν σε μια ψάθα και στάθηκε ε¬ κεί, ώσπου αυτός ένιωσε την παρουσία του. Είπε ο βραχ-μάνος: "Εσύ είσαι Σιντάρτα; Πες λοιπόν αυτό που ήρθες να πεις". Και ο Σιντάρτα είπε: "Με την άδεια σου πατέρα μου. Ή ρ θ α να σου πω ότι θέλω να αφήσω αύριο το σπίτι σου και να πάω στους ασκητές. Η επιθυμία μου είναι να γί¬ νω σαμανος. Μακάρι ο πατέρας μου να μην είναι αντίθε¬ τος".

Ο βραχμάνος δε μίλαγε, σώπαινε για πολλή ώρα και μέ¬ χρι η σιωπή να βρει ένα τέλος, τ' αστέρια ταξίδεψαν στο μικρό παράθυρο και άλλαξε το σχήμα τους. Βουβός και ακίνητος, με σταυρωμένα χέρια στεκόταν ο γιος, βουβός και ακίνητος καθόταν στην ψάθα ο πατέρας και τ* αστέρια ταξίδευαν στον ουρανό. Τότε μίλησε ο πατέρας: "Δεν ται¬ ριάζει σ' ένα βραχμάνο να λέει βίαια και οργισμένα λόγια, αλλά αγανάκτηση ταράζει την καρδιά μου. Δε θέλω να α¬ κούσω για δεύτερη φορά αυτή την παράκληση από το στό¬ μα σου" .

Ο βραχμάνος σηκώθηκε αργά. ο Σιντάρτα στεκόταν βουβός, με σταυρωμένα χέρια. "Τΐ περιμένεις,·" ρώτησε ο πατέρας. "Το ξέρεις" είπε ο Σιντάρτα.

Αγανακτισμένος ο πατέρας βγήκε από το δωμάτιο, α¬ γανακτισμένος αναζήτησε το κρεβάτι του και ξάπλωσε.

Μετά από μια ώρα, καθώς ο ύπνος δε βάρυνε τα βλέφα¬ ρα του, σηκώθηκε ο βραχμάνος, βημάτισε πάνω κάτω, βγήκε από το σπίτι. Κοίταξε από το μικρό παράθυρο του δωματίου και είδε τον Σιντάρτα να στέκεται με σταυρωμέ¬ να χέρια, ακίνητο στην ίδια θέση. Έ λ α μ π ε από το φως του φεγγαριού το πάνω μέρος της φορεσιάς του. Με ταραγμέ¬ νη καρδιά γύρισε ο πατέρας στο κρεβάτι του.

Μετά από μια ώρα, καθώς ο ύπνος δε βάρυνε ακόμα τα βλέφαρα του, σηκώθηκε και πάλι ο βραχμάνος, βημάτι¬ σε πάνω κάτω, βγήκε από το σπίτι, είδε το φεγγάρι που «Ιχε ανέβει στον ουρανό. Κοίταξε μέσα από το μικρό πα¬ ράθυρο του δωματίου. Ο Σιντάρτα στεκόταν εκεί, αμετα-

- 1 2 - - 1 3 -

Page 7: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

κινητός, με σταυρωμένα τα χέρια και στα γυμνά του πόδια καθρεφτιζόταν το φως του φεγγαριού. Με ανήσυχη και τρομαγμένη καρδιά αναζήτησε ο πατέρας το κρεβάτι του.

Και ήρθε πάλι μετά από μια ώρα, και ξανά μετά από δυο, κοίταξε από το μικρό παράθυρο και είδε τον Σιντάρ-τα να στέκεται στο φεγγάρι, στο φως των αστεριών, στο σκοτάδι. Και ξαναρχόταν κάθε ώρα, σιωπηλός κοίτα¬ ζε στο δωμάτιο, τον έβλεπε να στέκεται ακίνητος και γέ¬ μιζε η καρδιά του με οργή και ανησυχία, φούσκωνε από τον πόνο και τους δισταγμούς.

Και την τελευταία ώρα της νύχτας, πριν αρχίσει η μέρα, ξαναγύρισε, μπήκε στο δωμάτιο, είδε το νέο που στεκόταν και του φάνηκε μεγάλος και ξένος. "Σιντάρτα", είπε, "τί περιμένεις,·" "Το ξέρεις".

"Θα στέκεσαι πάντα έτσι και θα περιμένεις, μέχρι να 'ρθεί η μέρα, το μεσημέρι, το βράδυ,*" "Θα στέκομαι και θα περιμένω". "Θα κουραστείς, Σιντάρτα." "Θα κουραστώ." "Θα αποκοιμηθείς, Σιντάρτα." "Δε θα αποκοιμηθώ." "Θα πεθάνεις, Σιντάρτα." "Θα πεθάνω." "Και προτιμάς να πεθάνεις παρά να υπακούσεις στον πατέ¬ ρα σου ,·" "Ο Σιντάρτα πάντα υπάκουε στον πατέρα του." "Λοιπόν, θα παραιτηθείς από την επιθυμία σου,·" "Ο Σιντάρτα θα κάνει αυτό που θα του πει ο πατέρας του."

Το πρώτο φως της ημέρας μπήκε στο δωμάτιο. Ο βραχ-μόνος πρόσεξε πως τα γόνατα του Σιντάρτα έτρεμαν" ε¬ λαφρό, στο πρόσωπο του όμως δε διέκρινε κανένα τρεμού¬ λιασμα, τα μάτια του κοίταζαν μακριό. Τότε ο πατέρας κατάλαβε ότι ο Σιντάρτα δε βρισκόταν πια κοντά του, δε βρισκόταν πια στον τόπο του, τον είχε αφήσει κιόλας πίσω του. Ο πατέρας άγγιξε τον ώμο του.

"Θα πας", είπε, "στο δάσος και θα θα γίνεις σαμάνος. Αν στο δάσος βρεις τη μακαριότητα, έλα και δ ίδαξε μου την. Αν απογοητευτείς έλα πάλι να συνεχίσουμε μαζί τις θυ¬ σίες στους θεούς. Τώρα πήγαινε, φίλησε τη μητέρα σου και πες της πού πηγαίνεις. Ό σ ο για μένα, είναι ώρα να πάω στο ποτάμι για το πρωινό καθαρτήριο λουτρό".

Τράβηξε το χέρι από τον ώμο του γιου του και βγήκε. Ο Σιντάρτα έγειρε στο πλάι καθώς έκανε να φύγει, δάμασε όμως τα μέλη του και υποκλίθηκε στον πατέρα του. Αρ¬ γότερα συνάντησε τη μητέρα του ακολουθώντας τη συμ¬ βουλή του σεβαστού του πατέρα.

Ξημέρωμα άφηνε τη σιωπηλή ακόμα πολιτεία, αργά, με πόδια ξυλιασμένα. Από τα τελευταία καλύβια, όπου ή¬ ταν καθισμένη, σηκώθηκε μια σκιά και πλησίασε τον προ¬ σκυνητή — ο Γκοβίντα. "Ήρθες" , είπε ο Σιντάρτα και χαμογέλασε. " Ή ρ θ α " , είπε ο Γκοβίντα.

- 1 4 -

Page 8: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

Σ Τ Ο Υ Σ Σ Α Μ Α Ν Ε Σ

Το βράδυ της Ιδιας κιόλας μέρας πρόφτασαν τους α­σκητές, τους λιγνούς σαμάνες, ενώθηκαν μαζί τους και τους υποσχέθηκαν υπακοή. Έγιναν δεκτοί.

Στο δρόμο ο Σιντάρτα χάρισε τη φορεσιά του σ' ένα φτωχό βραχμόνο. Κράτησε ένα κομμάτι ύφασμα μόνο για να κρύβει τη γύμνια του και ένα άραφτο πανωφόρι στο χρώμα της γης. Έτρωγε μια φορά μόνο τη μέρα και ποτέ μαγειρεμένη τροφή. Νήστεψε δεκαπέντε μέρες, νή­στεψε εικοσιοχτώ μέρες. Η σάρκα από τους μηρούς και τα μάγουλα του χάθηκε. Στα μάτια του που είχαν μεγαλώσει, τρεμόσβηναν φλογερό οράματα, στα σκασμένα δάχτυλα του μάκραιναν τα νύχια και στο πηγούνι του φούντωνε ξε¬ ρή και άγρια γενειάδα.Το βλέμμα του πάγωνε όταν συναν¬ τούσε γυναίκες. Οι μορφασμοί φανέρωναν την περιφρό¬ νηση του όταν περνούσαν από μια πόλη με καλοντυμέ¬ νους ανθρώπους. Έβλεπε εμπόρους να πουλούν και να α¬ γοράζουν, πρίγκηπες να πηγαίνουν για κυνήγι, ανθρώ¬ πους με πένθος να θρηνούν τους νεκρούς τους, πόρνες να προσφέρουν το κορμί τους, γιατρούς να φροντίζουν αρ¬ ρώστους, ιερείς να ορίζουν τη μέρα της σποράς, ερωτευ¬ μένους να αγαπιούνται, μητέρες να βυζαίνουν τα μωρά τους — και όλα αυτά δεν άξιζαν ούτε ένα βλέμμα, όλα ήταν ψεύτικα, όλα βρωμούσαν από την ψευτιά, όλα εξα¬ πατούσαν: οι αισθήσεις, η ευτυχία, η ομορφιά, όλα ήταν φθαρτά. Πικρή ήταν η γεύση του κόσμου, βάσανο ήταν

η ζωή.

Ένας ήταν ο σκοπός του Σιντάρτα, ένας και μοναδικός.

Να αδειάσει όλο το περιεχόμενο της καρδιάς του, να α¬ παλλαγεί από τη δίψα, την επιθυμία, να απαλλαγεί από τα όνειρα, να απαλλαγεί από τη χαρά και τον πόνο. Να σκοτώσει τον εαυτό του, να μην υπάρχει πιά Εγώ, να βρει την ηρεμία στο κενό της ψυχής και με μια πλήρη αφαίρε¬ ση της προσωπικής του σκέψης, να ανοίξει την πόρτα στο θαύμα που περίμενε. Όταν δαμαζόταν και πέθαινε κάθε μορφή του Εγώ, όταν σώπαινε κάθε μανία και κάθε ορμή της καρδιάς, τότε θα μπορούσε να ξυπνήσει το έ¬ σχατο, το εσώτατο στοιχείο της ουσίας, αυτό που δεν είναι πια Εγώ, αλλά το μεγάλο μυστικό.

Σιωπηλός στεκόταν ο Σιντάρτα κι έπεφταν πάνω του οι κάθετες αχτίνες του ήλιου και καιγόταν από τον πόνο και τη δίψα και στεκόταν ώσπου να μη νιώθει πια πόνο και δ ίψα. Σιωπηλός στεκόταν στις δυνατές βροχές, το νε¬ ρό από τα μαλλιά του έσταζε στους παγωμένους ώμους, στα παγωμένα πόδια του, και ο ασκητής στεκόταν ώσπου οι ώμοι και τα πόδια του να μην αισθάνονται πια το κρύο, ώσπου να ησυχάσουν και να σωπάσουν. Σιωπηλός καθόταν οκλαδόν πάνω στα αγκάθια, αίμα έσταζε από το καυτό δέρμα και πύον από τις πληγές, ο Σιντάρτα όμως παρέμε¬ νε ακλόνητος, παρέμενε ακίνητος ώσπου να σταματήσει το αίμα, να μην τον τρυπάει τίποτα, να μην τον καίει τί¬ ποτα.

Ο Σιντάρτα στεκόταν ορθός και μάθαινε να κρατάει την αναπνοή του, μάθαινε να αρκείται σε λίγες ανάσες, μάθαινε να σταματάει την αναπνοή. Μάθαινε, ξεκινώντας από την αναπνοή, να ησυχάζει τους χτύπους της καρδιάς του και να τους ελαττώνει τόσο που σχεδόν να σταματούν.

Σύμφωνα με τις διδαχές και κάτω από την καθοδή¬ γηση των πιο γέρων σαμάνων, ο Σιντάρτα δοκίμαζε τη φυ¬ γή από τον εαυτό του, ασκούνταν στην περισυλλογή, ακολουθώντας πάντα τους κανόνες των σαμάνων. Ένας ερωδιός πέταγε πάνω από το δάσος με τα μπαμπού—και ο Σιντάρτα δεχόταν το πουλί στην ψυχή του, πετούσε πά¬ νω από το δάσος και το βουνό, γινόταν ερωδιός, πεινούσε σαν πουλί, έτρωγε ψάρια, μιλούσε με το κρώξιμο των ερω-

- 1 6 - - 1 7 -

Page 9: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

διών και πέθαινε με το θάνατο τους. Στην αμμουδιά ήταν ριγμένο ένα άψυχο τσακάλι και η

ψυχή του Σιντάρτα τρύπωνε μέσα στο ψοφίμι , γινόταν η ίδια νεκρό τσακάλι αφημένο στο γιαλό, φούσκωνε, βρωμούσε, σάπιζε, το κομμάτιαζαν οι ύαινες, το ξέσκιζαν οι γύπες, γινόταν σκελετός, γινόταν σκόνη και σκόρπιζε στα χωράφια. Και η ψυχή του Σιντάρτα γύριζε πίσω πε¬ θαμένη, σαπισμένη, σκορπισμένη, αφού είχε δοκιμάσει το θολό μεθύσι όλου του κύκλου της ζωής. Όπως ο κυ¬ νηγός στο χάος, καρτερούσε με νέα δίψα να γλυτώσει από αυτόν τον κύκλο, να πάψουν οι αιτίες, να αρχίσει η ανώ¬ δυνη αιωνιότητα. Σκότωνε τις αισθήσεις του, σκότωνε τη μνήμη του, γινόταν θηρίο, γινόταν ψοφίμι , γινόταν πέ¬ τρα, γινόταν ξύλο, γινόταν νερό και κάθε φορά που ξυ¬ πνούσε ξανάβρισκε τον εαυτό του, με ήλιο και με φεγγάρι ήταν πάλι Εγώ, κινιόταν με τον ίδιο τρόπο στον ίδιο χώ¬ ρο, ένιωθε δίψα, την ξεπερνούσε, ένιωθε καινούργια δίψα και πάλι από την αρχή.

Πολλά έμαθε ο Σιντάρτα στους σαμάνες, έμαθε να παίρ¬ νει πολλούς δρόμους που οδηγούν μακριά από το Εγώ. Πήρε το δρόμο της άρνησης του Εγώ μέσα από τον πόνο και τα εκούσια πάθη, καταδαμόζοντας και τον πόνο και την πείνα και τη δίψα και την κούραση. Πήρε το δρόμο της άρ¬ νησης, προσηλώθηκε στις αισθήσεις του και τις άδειασε από κάθε παράσταση. Τέτοιους και άλλους δρόμους έμα¬ θε να παίρνει, χιλιάδες φορές εγκατέλειψε το Εγώ του, για ώρες και για μέρες ολόκληρες έμεινε στην ανυπαρξία. Αλλά αν και οι δρόμοι οδηγούσαν μακριά από το Εγώ, το τέλος τους ήταν πάντα το ίδιο το Εγώ. Αν και ο Σιντάρ-τα χιλιάδες φορές δραπέτευσε από το Εγώ, παρέμεινε στο Τίποτα, έγινε θηρίο και πέτρα, η επιστροφή ήταν ανα¬ πόφευκτη, αναπόφευκτη η ώρα που θα ξανάβρισκε τον ε¬ αυτό του, στο φως του ήλιου ή του φεγγαριού, στη σκιά ή στη βροχή και ήταν πάλι Σιντάρτα και Εγώ και ένιωθε πάλι τον πόνο της ζωής που ξανάρχιζε.

Κοντά του ζούσε και ο Γκοβίντα, η σκιά του, διάβαινε τους ίδιους δρόμους, έκανε τις ίδιες προσπάθειες. Σπάνια

μιλούσαν μεταξύ τους, όταν δεν το απαιτούσαν το καθήκον και οι ασκήσεις. Κάποτε γυρνούσαν μαζί στα χωριά για να ζητιανέψουν τροφή γΓ αυτούς και τους δασκάλους τους.

"Τι σκέφτεσαι, Γκοβίντα, τί νομίζεις, έχουμε προχωρή¬ σει καθόλου; Πετύχαμε κάποιο στόχο;" ρώτησε ο Σιντάρ-τα μια μέρα που βγήκαν να ζητιανέψουν.

Ο Γκοβίντα απάντησε: "Μάθαμε και ακόμα μαθαίνουμε. Θα γίνεις ένας μεγάλος σαμανος, Σιντάρτα. Μαθαίνεις γρήγορα κάθε άσκηση, πολλές φορές οι γέροι σαμάνες σε θαυμάζουν. Ω Σιντάρτα, θα γίνεις άγιος".

Ο Σιντάρτα μίλησε: "Δε μου φαίνονται έτσι τα πράγμα¬ τα, φίλε μου. Αυτό που έχω μάθει μέχρι σήμερα από τους σαμάνες, αυτό, Γκοβίντα, θα μπορούσα να το μάθω γρηγο¬ ρότερα και ευκολότερα. Θα μπορούσα,φίλε μου, να το μάθω σε κάποιο καπηλειό μιας συνοικίας με πόρνες μαζί με τους αμαξάδες και τους παίχτες ζαριών".

Ο Γκοβίντα είπε: "Ο Σιντάρτα αστειεύεται μαζί μου. Πώς θα μπορούσες να μάθεις την περισυλλογή, το κράτη¬ μα της αναπνοής, πώς θα μπορούσες να μάθεις την αδια¬ φορία για την πείνα και τον πόνο εκεί, κοντά σε τέτοια αθλιότητα ;"

Και ο Σιντάρτα σιγά, σαν να μιλούσε στον εαυτό του, είπε: "Τί είναι η περισυλλογή; Τί είναι η εγκατάλειψη του σώματος; Τί είναι το κράτημα της αναπνοής; Είναι μια απόδραση από το Εγώ, σύντομο γλύτωμα από τα βάσανα της ύπαρξης, είναι μια σύντομη νάρκωση του πόνου για την ανοησία της ζωής; Τέτοια λύτρωση, τέτοια σύντομη νάρκωση βρίσκει και ο ζευγολάτης στο πανδοχείο, όταν πίνει κανένα ποτηράκι κρασί από ρύζι ή βρασμένο γάλα καρύδας. Τότε δεν αισθάνεται πια το Εγώ του, δεν αισθά¬ νεται τους πόνους της ζωής, βρίσκει τότε μια σύντομη νάρκωση. Και καθώς τον παίρνει λίγο ο ύπνος, πάνω από το ποτήρι με το κρασί, βρίσκει αυτό που βρίσκουν ο Σιν-τάρτα και ο Γκοβίντα, όταν με επίπονες ασκήσεις ξεφεύ¬ γουν από το σώμα τους και παραμένουν στην ανυπαρξία. Έτσι είναι, Γκοβίντα".

- 1 8 - - 1 9 -

Page 10: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Και μίλησε ο Γκοβίντα: "Τα λες αυτά, φίλε μου, αν και ξέρεις ότι ο Σιντάρτα δεν είναι κανένας ζευγολάτης και ότι ένας σαμάνος δεν είναι μέθυσος. Ίσως ο πότης βρίσκει νάρκωση, ίσως βρίσκει κάποια σύντομη φυγή και ξεκού¬ ραση αλλά επιστρέφει από τον κόσμο της φαντασίας και τα βρίσκει όλα όπως πριν, δεν έχει γίνει σοφότερος, δεν απέκτησε γνώση, δεν ανέβηκε κανένα σκαλοπάτι".

Ο Σιντάρτα χαμογέλασε και είπε: "Δεν ξέρω, δεν υπήρ­ξα ποτέ πότης. Ξέρω όμως ότι εγώ ο Σιντάρτα στις ασκή¬ σεις μου και στη συγκέντρωση βρίσκω σύντομη μόνο νάρ¬ κωση και ότι βρίσκομαι τόσο μακριά από τη σοφία και τη

λύτρωση όσο το παιδί από την κοιλιά της μητέρας, αυτό το ξέρω, Γκοβίντα".

Και μια άλλη πάλι φορά, που ο Σιντάρτα και ο Γ κοβίντα άφηναν το δάσος για να ζητιανέψουν στο χωριό λίγη τρο¬ φή για τα αδέρφια και τους δασκάλους τους, άρχισε ο Σιντάρτα να μιλάει και είπε: "Λοιπόν Γκοβίντα, βρισκόμα­στε αλήθεια στο σωστό δρόμο; Πλησιάζουμε στη γνώση; Πλησιάζουμε στη λύτρωση; Ή μήπως κάνουμε κύκλους —εμείς που πιστεύαμε ότι θα ξεφύγουμε από τον κύκλο της ζωής;"

Ο Γκοβίντα είπε: "Πολλά μάθαμε, Σιντάρτα, και πολλά έχουμε ακόμα να μάθουμε. Δεν κάνουμε κύκλους, βαδί¬ ζουμε προς τα πάνω, ο κύκλος είναι ελικοειδής, ανεβή¬ καμε κιόλας μερικά σκαλιά".

Ο Σιντάρτα απάντησε: "Πόσων περίπου χρόνων νομί¬ ζεις ότι είναι ο γεροντότερος σαμάνος, ο σεβαστός μας δάσκαλος;"

Ο Γκοβίντα είπε: "Ο πιο ηλικιωμένος σαμάνος θα πρέπει να είναι γύρω στα εξήντα".

Και ο Σιντάρτα: "Είναι εξήντα χρονών και δε βρήκε ακόμα τη Νιρβάνα. Και θα γίνει και εβδομήντα και ογδόν¬ τα και εμείς θα γεράσουμε και θα ασκούμαστε και θα νη¬ στεύουμε και θα συγκεντρωνόμαστε. Αλλά δε θα βρούμε τη Νιρβάνα, ούτε αυτός, ούτε εμείς. Ω Γκοβίντα, πιστεύω ότι απ ' όλους τους σαμάνες που υπάρχουν ίσως κανένας να μην αγγίξει, τη Νιρβάνα. Βρίσκουμε παρηγοριές, βρί-

σκουμε ναρκώσεις, μαθαίνουμε επιδεξιότητες και ξεγελιό¬ μαστε μ* αυτές. Την ουσία όμως, το δρόμο των δρόμων, δε θα τον βρούμε ποτέ".

"Δεν επιτρέπεται", είπε ο Γκοβίντα, "να λες τόσο φοβε¬ ρά λόγια, Σιντάρτα. Πώς είναι δυνατό κανένας από τους σοφούς να μη βρει το δρόμο των δρόμων, κανένας από τους τόσους βραχμάνες, κανένας από τους τόσους αυστη¬ ρούς και σεβαστούς σαμάνες, από τους τόσους αναζητη¬ τές, από τους τόσους αφοσιωμένους άνδρες, πώς είναι δυνατόν κανένας να μην τον βρει;"

Ο Σιντάρτα με φωνή σβησμένη, που ήταν θλιμμένη και σαρκαστική είπε: "Σύντομα, Γκοβίντα, ο φίλος σου θα α¬ φήσει το δρόμο των σαμάνων, που τόσο καιρό περπάτησε μαζί σου. Υποφέρω ακόμα από δίψα, Γκοβίντα, που σ' .αυτόν το μακρύ δρόμο των σαμάνων δεν ελαττώθηκε κα¬ θόλου. Πάντα διψούσα για γνώση, πάντα ήμουν γεμάτος ερωτηματικά. Ρωτούσα κάθε τόσο τους βραχμάνες, έψαξα στις ιερές Βέδες, ρώτησα τους ήρεμους σαμά-νες. Ίσως, Γκοβίντα, να ήταν το ίδιο καλό, το ίδιο συ¬ νετό και το ίδιο ωφέλιμο αν είχα ρωτήσει το ρινόκερω ή το χιμπατζή. Για να μάθω αυτό, Γκοβίντα, χρειάστηκα πολύ καιρό και ακόμα δεν τέλειωσα μαζί του· για να κατα¬ λάβω ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να μάθει τίποτα! Στην πράξη δεν υπάρχει, έτσι πιστεύω, εκείνο που ονομάζου¬ με "μάθηση". Υπάρχει, φίλε μου, μια γνώση μόνο και αυ¬ τή είναι παντού, είναι ο " Ατμαν, είναι μέσα μου και μέσα σε κάθε πλάσμα. Και έτσι αρχίζω να πιστεύω ότι αυτή η γνώση δεν έχει χειρότερο εχθρό από την επιθυμία για γνώ¬ ση, από τη μάθηση".

Απόμεινε να στέκεται στο δρόμο ο Γκοβίντα. Σήκωσε τα χέρια και είπε: "Μη φοβίζεις, Σιντάρτα, το φίλο σου με τέτοια λόγια! Πράγματι τα λόγια σου προξενούν στην καρδιά μου φόβο. Σκέψου αυτό μόνο: τί θα έμενε από την ιερότητα, τί θα έμενε από την αξιοπρέπεια των βραχ-μάνων, τί θα έμενε από την αγιότητα των σαμάνων αν ή¬ ταν έτσι όπως λες, αν δεν υπήρχε καθόλου μάθηση; Τί θα έμενε απ' όλα αυτά πάνω στη γη, τί θα έμενε ιερό, πο-

- 2 0 - -2 1 -

Page 11: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

λύτιμο, σεβαστό," Και ο Γκοβίντα ψιθύρισε μέσα του σιγανά το στίχο μιας

Ουπανισάδας: "Ανείπωτη είναι η μακαριότητα της καρδιάς αυτού, που βυθίζεται στον Άτμαν στοχαστικά με το πνεύμα του εξαγνισμένο". Ο Σιντάρτα όμως σώπαινε. Σκεφτόταν τα λόγια που του

είπε ο Γκοβίντα, και τα σκεφτόταν μέχρι το τέλος τους. Στεκόταν με σκυμμένο κεφάλι και σκεφτόταν: αλήθεια,

τί απομένει απ* όλα όσα μας φαίνονται Λερά, τι απομένει, τί αντέχει στη δοκιμασία; Και κουνούσε το κεφάλι.

Θάταν τρία χρόνια που ζούσαν οι δυο νέοι στους σαμά-νες και μοιράζονταν τις ασκήσεις τους, όταν έφτασε σ' αυτούς από λογιώ λογιώ δρόμους και δρομάκια μια εί¬ δηση, μια φήμη, ένας μύθος: είχε φανεί κάποιος που τον έλεγαν Γκοτάμα· ήταν εξαίσιος, ήταν ο Βούδας, αυτός που κατανίκησε τα πάθη του κόσμου, που σταμάτησε τον τροχό των αναγεννήσεων. Πλαισιωμένος από μαθητές διέσχιζε τη χώρα διδάσκοντας, χωρίς περιουσία, χωρίς πατρίδα, χωρίς γυναίκα, με το κίτρινο ράσο του ασκητή, αλλά με μέτωπο καθαρό, μακάριος. Βραχμάνες και πρίγ-κηπες υποκλίνονταν μπροστά του και γίνονταν μαθητές του.

Αυτός ο μύθος, αυτή η φήμη, αυτό τα παραμύθι ηχούσε, μοσχοβολούσε εδώ κι εκεί, στις πολιτείες μιλούσαν γι* αυτό οι βραχμάνες, στο δάσος οι σαμάνες, παντού εισέ-βαλλε το όνομα του Γκοτάμα, του Βούδα, στ' αυτιά των νέων, με τρόπο καλό και κακό, με επαίνους και βρισιές.

'Οπως όταν πλακώνει πανούκλα και απλώνεται η είδη¬ ση πως υπάρχει ένας άνδρας, ένας σοφός, ένας έμπειρος, του οποίου ο λόγος και το φύσημα είναι αρκετά για να γιατρέψουν κάποιον που χτυπήθηκε από την επιδημία και όπως αυτή η είδηση διασχίζει τη χώρα και ο καθένας μιλάει γΓ αυτήν, άλλοι πιστεύουν, άλλοι αμφιβάλλουν, πολλοί ξεκινούν αμέσως για να αναζητήσουν, να βρουν το σοφό, το σωτήρα, έτσι διέσχιζε τη χώρα αυτή η φήμη, αυτή η έυωδιαστή φήμη για τον Γκοτάμα, το Βούδα, το

σοφό από τη γενιά των Σακία. Οι πιστοί έλεγαν ότι κάτεχε ανώτατη γνώση, θυμόταν την προηγούμενη ζωή του, είχε φτάσει στη Νιρβάνα και ποτέ πια δε θα γύριζε στους κύκλους της ύπαρξης, ποτέ ξανά δε θα βυθιζόταν στο θο¬ λό ποτάμι των ανθρώπινων σχηματισμών. Πολλά θαυμα¬ στά και απίστευτα λέγονταν γι' αυτόν. Είχε κάνει θαύματα, είχε υπερνικήσει το σατανά, είχε μιλήσει με τους θεούς. Οι εχθροί του όμως και αυτοί που δεν πίστευαν, έλεγαν ότι αυτός ο Γκοτάμα είναι ένας κούφιος πλανευτής, ότι περνούσε τις μέρες του με άνεση, ότι περιφρονούσε τις θυσίες, ότι δεν είχε πολυμάθεια και δε γνώριζε ούτε άσκηση ούτε ασκητισμό.

Γλυκά ηχούσε ο μύθος του Βούδα και οι φήμες ενερ¬ γούσαν σαν μάγια. Ο κόσμος ήταν άρρωστος και η ζωή δυσκολοβάσταχτη — καινά, εδώ φάνηκε ότι ανάβλυσε μια πηγή, εδώ φάνηκε ότι ακούστηκε μια κραυγή παρηγορη¬ τική, ήρεμη, γεμάτη πολύτιμες υποσχέσεις. Παντού, όπου έφτανε η φήμη του Βούδα,σ' όλους τους τόπους της Ινδί— ας, οι νέοι άκουγαν με προσοχή, ένιωθαν λαχτάρα, ένιω¬ θαν ελπίδα, και κάθε προσκυνητής και ξένος, που έφερνε ειδήσεις από αυτόν, τον εξαίσιο, τον Σακιάμουνι, ήταν κα¬ λοδεχούμενος από τους γιους των βραχμάνων στις πόλεις και τα χωριά.

Η φήμη έφτασε μέχρι το δάσος, στους σαμάνες, στον Σιν-τάρτα και τον Γκοβίντα, αργά, σε σταγόνες, και κάθε στα¬ γόνα βάραινε από την ελπίδα, κάθε σταγόνα βάραινε από την αμφιβολία. Μίλαγαν λίγο γι'αυτόν, γιατί ο γεροντό¬ τερος σαμάνος δεν έδειξε καμιά συμπάθεια γι' αυτή την είδηση. Είχε ακούσει ότι αυτός ο δήθεν Βούδας ήταν κά¬ ποτε ασκητής και ζούσε στο δάσος, ύστερα όμως επέστρε¬ ψε στην άνεση και την καλοζωία και γι' αυτό δεν τον ε¬ κτιμούσε καθόλου αυτόν τον Γκοτάμα.

"Σιντάρτα", είπε μια μέρα ο Γκοβίντα στο φίλο του, "σήμερα ήμουν στο χωριό και με κάλεσε ένας βραχμάνος στο σπίτι του και εκεί ήταν ο γιος ενός βραχμάνου από τη Μαγκάντα. Αυτός είδε με τα μάτια του το Βούδα και τον άκουσε να διδάσκει. Η αναπνοή βάρυνε στο στήθος μου

- 2 3 -

Page 12: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

και σκεφτόμουνα: να μπορούσα, να μπορούσαμε ο Σιντάρ­τα κι εγώ να ζήσουμε αυτή την ώρα, να ακούσουμε τη διδασκαλία από το στόμα αυτού του Τέλειου. Πες, φίλε μου, θέλεις να πάμε και εμείς εκεί και να ακούσουμε τη διδασκαλία από το στόμα του Βούδα,·"

Ο Σιντάρτα είπε: "Πάντα σκεφτόμουν, ο Γκοβίντα θα μείνει στους σαμάνες, πάντα πίστευα ότι σκοπός του ήταν να γίνει εξήντα και εβδομήντα χρονών και πάντα να μελε­τάει τις τέχνες και τις ασκήσεις που κάνουν οι σαμάνες. Αλλά βλέπεις δε γνώριζα ολότελα την ψυχή του Γκο­βίντα. Θέλεις λοιπόν, ακριβέ μου, να ξεκινήσεις ένα νέο μονοπάτι και να πας κατά κει, όπου ο Βούδας κηρύσσει το Λόγο του;"

Ο Γκοβίντα είπε: " Σ ' αρέσει να πειράζεις τους άλλους. Δεν πειράζει όμως, Σιντάρτα. Δε γεννήθηκε όμως και σε σένα μια απαίτηση, μια επιθυμία να ακούσεις αυτή τη δι¬ δασκαλία; Κι εσύ μου είχες πει κάποτε ότι δε θα ακολου¬ θήσεις για πολύ ακόμα το δρόμο των σαμάνων".

Τότε ο Σιντάρτα χαμογέλασε με το δικό του τρόπο, ο τόνος της φωνής του πήρε μια σκιά θλίψης και μια σκιά σαρκασμού και είπε: "Λοιπόν, Γκοβίντα, καλά μίλησες, σωστά θυμάσαι. Πρέπει όμως να θυμηθείς και τα άλλα που άκουσες από μένα, ότι εγώ δηλαδή αισθάνομαι κουρασμέ¬ νος και δύσπιστος απέναντι στις διδασκαλίες και τη μάθη¬ ση και η πίστη μου στα λόγια που μας έρχονται από τους δασκάλους είναι μικρή. Εμπρός όμως, καλέ μου, είμαι έ¬ τοιμος να ακούσω και αυτή τη διδασκαλία, αν και πιστεύω με όλη μου την καρδιά ότι έχουμε ήδη γευτεί τον καλύτε¬ ρο καρπό αυτής της διδαχής".

Και ο Γκοβίντα είπε: "Η προθυμία σου γεμίζει χαρά την καρδιά μου. Αλλά πες, πώς μπορεί να είναι δυνατό; Πώς μπορεί η διδασκαλία του Γκοτάμα να μας έχει ήδη προσ¬ φέρει τον καλύτερο καρπό της, πριν ακόμα την ακούσου¬ με;"

Είπε ο Σιντάρτα: "Ας απολαύσουμε αυτόν τον καρπό και ας περιμένουμε για τα υπόλοιπα, Γκοβίντα. Αυτός ό¬ μως ο καρπός που τον οφείλουμε στον Γκοτάμα, συνίστα-

ται στο ότι μας οδηγεί μακριά από τους σαμάνες. Αν έχει, φίλε μου, να μας δώσει και κάτι ακόμα καλύτερο, αυτό ας το περιμένουμε με ήρεμη καρδιά".

Την ίδια μέρα ο Σιντάρτα ανακοίνωσε στο γεροντότερο σαμάνο την απόφαση τους νά φύγουν. Μίλησε στο γέρο σαμάνο με την ευγένεια και την ταπεινότητα που αρμόζει στο νέο και στο μαθητή. 0 σαμάνος όμως οργίστηκε που οι δυο νέοι ήθελαν να τον αφήσουν και μιλούσε δυνατά με βαριές υβριστικές κουβέντες.

Ο Γ κοβίντα τρόμαξε και βρέθηκε σε αμηχανία, ο Σιντάρ-τα όμως πλησίασε το στόμα του στο αυτί του Γκοβίντα και του ψιθύρισε: "Τώρα θα δείξω στο γέρο ότι κάτι έμα¬ θα κοντά του". Σηκώθηκε και στάθηκε κοντά στο σαμάνο, με συγκεντρωμένη ψυχή, και η ματιά του συνέλαβε το βλέμμα του γέρου, τον μάγεψε,τον έκανε να σωπάσει, τον άφησε αναποφάσιστο υποτάσσοντας τον στη θέληση του, τον διέταξε να κάνει σιωπηλά αυτό που του ζητούσε. Ο γέρος άνδρας σώπασε, το βλέμμα του καρφώθηκε, τα μέλη του λύθηκαν, αδύναμο τον κατέβαλλε η γοητεία του Σιντάρτα. Οι σκέψεις του κυρίεψαν το σαμάνο, έπρεπε να εκτελέσει αυτό που του ζητούσε. Υποκλίθηκε λοιπόν ο γέρος πολλές φορές, τους ευλόγησε και ψέλλισε μια ευ¬ χή για το ταξίδι. Οι νέοι ανταπόδωσαν την υπόκλιση για να ευχαριστήσουν, ανταπόδωσαν την ευχή και έφυγαν από κει χαρούμενοι.

Στο δρόμο ο Γκοβίντα είπε: "Σιντάρτα, έμαθες στους σαμάνες περισσότερα απ ' όσα φανταζόμουν. Είναι δύσκο¬ λο να μαγέψεις ένα γέρο σαμάνο. Λοιπόν, αν έμενες πε¬ ρισσότερο εκεί, θα μάθαινες σύντομα να περπατάς πάνω στο νερό".

"Δε λαχταρώ καθόλου να περπατήσω πάνω στο νερό", είπε ο Σιντάρτα. "Ας ικανοποιούνται οι γέροι σαμάνες με τέτοιες ικανότητες".

- 2 4 - - 2 5 -

Page 13: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Γ Κ Ο Τ Α Μ Α

Στην πόλη Σαβάθι κόθε παιδί ήξερε το όνομα του υπέ­ροχου Βούδα και κάθε σπίτι ήταν πρόθυμο να γεμίσει την κούπα της ελεημοσύνης των μαθητών του Γκοτάμα, που παρακαλούσαν σιωπηλά. Κοντά στην πόλη βρισκόταν το πιο αγαπημένο μέρος του Γκοτάμα, το άλοος Γεταβάνα που το είχε δωρίσει στον Γκοτάμα και τους μαθητές του ο πλούσιος έμπορος Αναθαπιντίκα, αφοσιωμένος οπαδός του Φωτισμένου.

Οι δυο νέοι ασκητές οδηγήθηκαν σ' αυτή την τοποθε-, σία ακολουθώντας τις διηγήσεις που άκουγαν στην αναζή¬ τηση του Γκοτάμα. Και όταν έφθασαν στη Γεταβάνα, τους δόθηκε τροφή από το πρώτο κιόλας σπίτι που στά¬ θηκαν στην πόρτα του παρακαλώντας. Παίρνοντας την τροφή ο Σιντάρτα ρώτησε τη γυναίκα που τους έδωσε το φαγητό:

"θα θέλαμε να μάθουμε από σένα, σπλαχνική γυναίκα, πού βρίσκεται ο σεβαστός Βούδας, γιατί είμαστε δυο σαμάνες από το δάσος και ήρθαμε για να δούμε αυτόν, τον Τέλειο και να ακούσουμε το Λόγο του" .

Η γυναίκα είπε: "Βρίσκεστε πράγματι στο σωστό μέ­ρος, σαμάνες από το δάσος. Μάθετε ότι ο Έξοχος βρίσκε­ται στη Γεταβάνα, στον κήπο του Αναθαπιντίκα. Εκεί μπορείτε, προσκυνητές, να περάσετε τη νύχτα σας γιατί υπάρχει αρκετός χώρος για όλους τους ανθρώπους, που συρρέουν εκεί για να ακούσουν τη διδασκαλία από το στό¬ μα του" .

Ο Γκοβίντα γεμάτος χαρά φώναξε: "Νά λοιπόν που πε¬ τύχαμε το στόχο μας και ο δρόμος μας τελειώνει! Αλλά

πες μας, μάνα των προσκυνητών, εσύ τον γνωρίζεις, τον έχεις δει με τα μάτια σου το Βούδα;"

Η γυναίκα είπε: "Τον έχω δει πολλές φορές, τον Έ¬ ξοχο, πολλές μέρες, να διαβαίνει με το κίτρινο πανωφόρι, σιωπηλός, τα σοκάκια, να στέκεται σιωπηλός στις εξώ¬ πορτες παρακαλώντας με την κούπα στο χέρι και να φεύ¬ γει από κει κρατώντας την γεμάτη".

Ο Γκοβίντα άκουγε μαγεμένος και ήθελε να ρωτήσει και να ακούσει κι άλλα ακόμα. Ο Σιντάρτα όμως του θύ¬ μισε ότι έπρεπε να προχωρήσουν. Ευχαρίστησαν τη γυναί¬ κα και έφυγαν. Δε χρειάστηκε να ρωτήσουν καθόλου για το δρόμο γιατί πολλοί προσκυνητές και μοναχοί της κοι¬ νότητας του Γκοτάμα βάδιζαν προς τη Γεταβάνα.Έφτασαν τη νύχτα και συνέχεια κατέφθαναν κι άλλοι και ακούγον¬ ταν οι φωνές και οι ομιλίες αυτών που ζητούσαν να μείνουν εκεί που τελικά έμεναν. Οι δυο σαμάνες, που ζούσαν στο δάσος, βρήκαν γρήγορα και αθόρυβα ένα καταφύγιο και η¬ σύχασαν μέχρι το πρωί.

Με την ανατολή του ήλιου είδαν με έκπληξη πόσο με¬ γάλο πλήθος από πιστούς και περίεργους είχε διανυκτε¬ ρεύσει. Σε όλους τους δρόμους του πανέμορφου κήπου περπατούσαν μοναχοί με κίτρινο ένδυμα, κάθονταν κάτω από τα δέντρα εδώ κι εκεί, αφοσιώνονταν στην παρατή¬ ρηση και βυθίζονταν στις σκέψεις τους. Οι σκιεροί κήποι ήταν σαν μια ολόκληρη πόλη, γεμάτοι από ανθρώπους, που συνωστίζονταν σαν τα μελίσσια. Το μεγάλο πλήθος των μοναχών πήγαινε κατά την πόλη, όπου παρακαλώντας για ελεημοσύνη θα γέμιζαν την κούπα τους για το γεύμα, το μοναδικό της μέρας. Ακόμα και ο ίδιος ο Βούδας, ο Φωτισμένος, φρόντιζε από το πρωί να εξοικονομήσει το γεύμα του.

Ο Σιντάρτα τον είδε και τον αναγνώρισε αμέσως, σαν να του τον είχε δείξει ο Θεός. Τον είδε, έναν απλό άνδρα με κίτρινο ράσο, να κρατά στο χέρι την κούπα του και ήρεμος να προχωρεί κατά κει κι αυτός.

"Δες εδώ", είπε ο Σιντάρτα στον Γκοβίντα σιγανά. "Αυτός εδώ είναι ο Βούδας".

- 2 6 - - 2 7 -

Page 14: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Ο Γκοβίντα κοίταξε προσεχτικά τον άνδρα με το κίτρι­νο ράσο, που δε φαινόταν να διαφέρει σε τίποτα από τους εκατοντάδες μονάχους. Σύντομα τον αναγνώρισε και ο ίδιος. Αυτός ήταν! Τον ακολούθησαν και δεν τον έχασαν από τα μάτια τους.

Ο Βούδας προχωρούσε ταπεινά και βυθισμένος στις σκέψεις του. Το πρόσωπο του ήταν ήρεμο, ούτε εύθυμο ούτε θλιμμένο, σαν να κρυφογελούσε, με ένα χαμόγελο αχνό, ήσυχο, απαλό, και δε διέφερε σε τίποτα από ένα παι¬ δί. Ο Βούδας βάδιζε, φορούσε το ράσο και περπατούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως όλοι οι υπόλοιποι μονα¬ χοί. Αλλά το πρόσωπο και το βάδισμα του, το ήρεμο χα¬ μηλωμένο βλέμμα του, τα χαλαρωμένα χέρια του, ακόμα και κάθε δάχτυλο των χεριών του μιλούσαν για ειρήνη και τελειότητα, δεν αναζητούσαν, δε μιμούνταν. Ανάπνεε πράος σε μια κατάσταση αιώνιας ηρεμίας, αναλλοίωτης λάμψης και απαραβίαστης ειρήνης.

Έτσι βάδιζε ο Γκοτάμα προς την πόλη, για να μαζέ¬ ψει την ελεημοσύνη και οι δυο σαμάνες τον αναγνώρισαν από την τελειότητα της ηρεμίας, τη γαλήνη της μορφής του, η οποία δεν απέπνεε καμιά αναζήτηση, καμιά επιθυ¬ μία, καμιά μίμηση, κανένα κόπο, μόνο φως και ειρήνη.

"Σήμερα θα ακούσουμε τη διδασκαλία από το στό¬ μα του" είπε ο Γκοβίντα.

Ο Σιντάρτα δεν έδωσε καμιά απάντηση. Λίγο τον ενδιέ¬ φερε η διδασκαλία, δεν πίστευε ότι είχε να του δώσει τίποτα καινούργιο, αφού την είχε ακούσει ξανά και ξανά, όπως και ο Γκοβίντα, ακόμα και από διηγήσεις από δεύ¬ τερο και τρίτο χέρι. Κοίταζε όμως προσεκτικός το κεφάλι του Γκοτάμα, τους ώμους του, τα πόδια του, τα χαλαρω¬ μένα χέρια του, και του φαινόταν ότι ακόμα και κάθε φά¬ λαγγα των δαχτύλων ήταν διδασκαλία, μιλούσε, ανάπνεε, λαμποκοπούσε, μοσχοβολούσε αλήθεια. Αυτός ο άνθρω¬ πος, αυτός ο Βούδας ήταν αληθινός μέχρι την τελευταία κίνηση του δαχτύλου του. Αυτός ο άνθρωπος ήταν άγιος. Ποτέ ο Σιντάρτα δεν είχε λατρέψει έτσι έναν άνθρωπο, ού¬ τε και είχε αγαπήσει τόσο, όσο αυτόν.

Οι δυο τους ακολούθησαν το Βούδα μέχρι την πόλη και επέστρεψαν σιωπηλοί, γιατί αποφάσισαν αυτή τη μέρα να αποφύγουν την τροφή. Είδαν τον Γκοτάμα να επιστρέ¬ φει, τον είδαν να γευματίζει περιτριγυρισμένος από τους μαθητές του —το φαγητό του ήταν τόσο όσο θα χόρταινε ένα πουλί— και τον είδαν να αποσύρεται στη σκιά του δά¬ σους των μάνγκο.

Το απόγευμα, μόλις έπεσε η ζέστη και όλοι σηκώθηκαν ζωηροί, αφού συγκεντρώθηκαν, άκουσαν το Βούδα να διδάσκει. Άκουσαν τη φωνή του, και ήταν κι αυτή τέλεια, γεμάτη ηρεμία, γεμάτη ειρήνη. Ο Γ κοτάμα μιλούσε για τον πόνο, για τις αρχές του πόνου, για τον τρόπο κατάργησης του. Η ομιλία του κυλούσε με ηρεμία και σαφήνεια. Η ζωή είναι πόνος, ο κόσμος όλος ήταν γεμάτος πάθη, αλλά η λύτρωση από τον πόνο είχε βρεθεί, την έβρισκε όποιος ακολουθούσε το δρόμο του Βούδα.

Με ήρεμη αλλά σταθερή φωνή μιλούσε ο υπέροχος Βούδας, δίδασκε τις τέσσαρες αρχές, περιέγραφε τα οχτώ μονοπάτια, υπομονετικός ακολουθούσε το δρόμο της δι¬ δασκαλίας με παραδείγματα και επαναλήψεις. Φωτεινή και ήρεμη αιωρούνταν η φωνή του πάνω από τους ακρο¬ ατές, σαν το φως, σαν το γεμάτο αστέρια ουρανό.

Όταν ο Βούδας —κα ι είχε ήδη νυχτώσει— τέλειωσε την ομιλία του, πολλοί προσκυνητές βγήκαν μπροστά και ζή¬ τησαν να γίνουν δεκτοί στην κοινότητα, να καταφύγουν στη διδασκαλία. Ο Γκοτάμα τους δέχτηκε και τους είπε: " Ίσως ακούσατε τη διδασκαλία, ίσως σας ήταν κιόλας γνωστή. Ενωθείτε λοιπόν με μας, ζήστε με αγιοσύνη, και ετοιμαστείτε να γνωρίσετε το τέλος του πόνου."

Προχώρησε και ο Γκοβίντα ντροπαλός και είπε: "Ζη­τάω κι εγώ καταφύγιο στον Υπέροχο και τη διδασκαλία του" . Ζήτησε να συμμετέχει στην κοινότητα και έγινε δεκτός.

Μόλις αποσύρθηκε ο Βούδας για τη νυχτερινή ανάπαυ¬ ση ο Γκοβίντα στράφηκε στο Σιντάρτα και του είπε έντο¬ να: "Σιντάρτα, δε μου πρέπει να σε κατηγορώ. Και οι δυο ακούσαμε τον Υπέροχο και οι δυο ακούσαμε τη διδασκα-

- 2 8 -- 2 9 -

Page 15: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

λία. Ο Γκοβίντα την άκουσε και ζήτησε να προσφύγει και ν' αφοσιωθεί σ' αυτήν. Εσύ όμως, καλέ μου, δε θέλεις να περπατήσεις το μονοπάτι της λύτρωσης; Αμφιβάλλεις ακόμη; Θέλεις να περιμένεις;"

Ο Σιντάρτα σαν να ξύπνησε από ύπνο μόλις άκουσε τα λόγια του Γκοβίντα. Κοίταζε για ώρα πολλή το πρόσωπο του φίλου του. Μετά μίλησε σιγανά, χωρίς ειρωνεία: "Γκοβίντα, φίλε μου, τώρα έκανες το βήμα, τώρα διάλε­ξες το δρόμο σου. Πάντα, Γκοβίντα, ήσουν φίλος μου και πάντα με ακολουθούσες. Συχνά σκεφτόμουν: Θα κάνει ποτέ ο Γ κοβίντα μόνος του ένα βήμα, χωρίς εμένα, από τη δική του ψυχή; Λοιπόν, τώρα ανδρώθηκες και διάλεξες μόνος σου το δρόμο σου. Μακάρι να τον ακολουθήσεις ώς το τέλος, μακάρι να βρεις τη λύτρωση! "

Ο Γκοβίντα, που δεν είχε καταλάβει καλά, επανέλαβε την ερώτηση του ανυπόμονα: "Πες λοιπόν, σε παρακαλώ, αγαπημένε μου, πες μου, γιατί δεν μπορεί να είναι αλλιώς, ότι και συ, λατρευτέ μου φίλε, θα προσφύγεις στο θαυμά¬ σιο Βούδα".

Ο Σιντάρτα ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Γο-βίντα. "Ακουσες την ευχή μου, Γκοβίντα, και την επανα¬ λαμβάνω: Μακάρι να ακολουθήσεις αυτό το δρόμο μέχρι το τέλος, μακάρι να βρεις τη λύτρωση" . Μόλις αυτή τη στιγμή κατάλαβε ο Γκοβίντα ότι ο φίλος του τον είχε εγ¬ καταλείψει και άρχισε να κλαίει.

"Σιντάρτα", φώναξε με φωνή γεμάτη παράπονο. Ο Σιντάρτα του μίλησε φ ιλ ικά: "Μη ξεχνάς, Γκοβίντα,

ότι τώρα ανήκεις τους σαμάνες του Βούδα! Απαρνήθηκες πατρίδα και γονείς, απαρνήθηκες καταγωγή και περιου¬ σία, απαρνήθηκες τη δική σου θέληση, απαρνήθηκες τη φιλία. Έτσι απαιτεί η διδασκαλία, έτσι απαιτεί ο Υπέρο¬ χος, έτσι το διάλεξες μόνος σου. Αύριο, Γκοβίντα, θα σε αφήσω".

Πολλή ώρα περπάτησαν οι δυο φίλοι στο δασάκι, για πολλή ώρα δεν τους έπαιρνε ο ύπνος. Και συνέχεια ζητού¬ σε ο Γκοβίντα από το φίλο του να του πει γιατί δε θέλει να αφοσιωθεί στη διδασκαλία του Γκοτάμα, τί λάθη βρί-

σκεισ ' αυτή τη διδασκαλία. Και ο Σιντάρτα κάθε φορά του έλεγε: "Να είσαι ευχαριστημένος, Γκοβίντα! Πολύ καλή είναι η διδασκαλία του Έξοχου , πώς μπορώ να της βρω σφάλμα;" Πολύ νωρίς το πρωί ένας ακόλουθος του Βού¬ δα, ένας από τους γεροντότερους μοναχούς του, διασχί¬ ζοντας τον κήπο καλούσε τους νεοφερμένους, που είχαν προσχωρήσει στην κοινότητα, να φορέσουν το κίτρινο ράσο, να τους διδάξει τις αρχές και να τους καθοδηγή¬ σει στα πρώτα τους καθήκοντα.

Τότε πια ο Γκοβίντα τραβήχτηκε, αγκάλιασε για άλλη μια φορά το φίλο της νιότης του και ενώθηκε με την ομά¬ δα των νεοφώτιστων.

Ο Σιντάρτα σκεπτικός περπάτησε στο άλσος. Εκεί συνάντησε τον Γκοτάμα, τον Εξαίσιο. Τον χαιρέ¬

τισε με σεβασμό και καθώς το βλέμμα του Βούδα ήταν γε¬ μάτο από τόση καλωσύνη και ηρεμία, ο νέος βρήκε το θάρ¬ ρος και ζήτησε την άδεια να του μιλήσει. Σιωπηλός ο Βού¬ δας έγνεψε καταφατικά.

Είπε ο Σιντάρτα: "Χθες, Έξοχε, αξιώθηκα να ακούσω την υπέροχη διδασκαλία σου. Για να την ακούσουμε ήρθαμε με το φίλο μου από μακριά. Τώρα ο φίλος μου θα παραμείνει με τους δικούς σου, σε σένα ζήτησε καταφύγιο. Όσο για μένα, θα ξαναπάρω το μπαστούνι της οδοιπο-ρίας".

" Ό π ω ς αγαπάς", είπε ευγενικά ο Βούδας. "Παραπαίρνω θάρρος", συνέχισε ο Σιντάρτα, "αλλά δε

θάθελα ν 'αφήσω τον Έξοχο, πριν του πω με ειλικρίνεια τις σκέψεις μου. Θα μου δώσει την προσοχή του για ένα ακόμα λεπτό;"

Σιωπηλός ο Βούδας έγνεψε καταφατικά. Ο Σιντάρτα είπε: "Ενα θαύμασα προπάντων στη διδα¬

σκαλία σου, Αξιοσέβαστε! Ό λ α στη διδασκαλία σου είναι ολότελα σαφή. Παρουσιάζεις τον κόσμο σαν μια τέλεια αλυσίδα μια αιώνια αδιάσπαστη και αχώριστη αλυσίδα, από αιτίες και αποτελέσματα. Ποτέ δεν είχε αντιμετωπι¬ σθεί με τόση σαφήνεια και ποτέ δεν περιγράφηκε τόσο κατηγορηματικά. Πραγματικά, πιο γρήγορα θα πρέπει να

- 3 0 - - 3 1 -

Page 16: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

χτυπάει η καρδιά κάθε βρσχμάνου, όταν μέσα από τη διδασκαλία σου αντικρύζει τον κόσμο τέλεια ισορροπημέ­νο, χωρίς κενό, διάφανο σαν κρύσταλλο, χωρίς να εξαρτά­ται από την τύχη και τους θεούς. Αν είναι καλός ή κακός, αν η ζωή είναι πόνος ή χαρά, λίγο ενδιαφέρει και ίσως να μην είναι αυτό το ουσιώδες —αλλά η ενότητα του κόσμου, η συνέπεια όλων των συμβάντων, το γεγονός ότι όλα τα πράγματα, μικρά και μεγάλα, συλλαμβάνονται κάτω από τον ίδιο νόμο των αιτίων, της γέννησης και του θανάτου, όλα αυτά φωτίζουν τη διδασκαλία σου. Φωτισμένε. Τώρα όμως, σύμφωνα με τη διδασκαλία σου, αυτή η ενότητα και η συνέπεια όλων των πραγμάτων σε κάποιο σημείο σπάει και από ένα μικρό άνοιγμα ρέει σ'αυτόν τον κόσμο της ενότητας κάτι ξένο, κάτι νέο, κάτι που δεν υπήρχε πριν και που δεν μπορεί ούτε να περιγραφεί ούτε να απο¬ δειχθεί. Και αυτό είναι η διδασκλία σου για την υποταγή του κόσμου, για τη λύτρωση. Όμως αυτό το μικρό κενό, αυτό το μικρό κόψιμο αρκεί για να σπάσει και να κατα­στρέψει όλη αυτή την αιώνια ενότητα των νόμων του σύ­μπαντος. Μακάρι να με συγχωρέσεις γι' αυτή μου την αν¬ τίρρηση".

Ήρεμος και ακίνητος τον άκουγε ο Γκοτάμα. Του μίλη¬ σε ο Τέλειος με την καθαρή φωνή του, γεμάτη καλωσυνη και ευγένεια: "Άκουσες τη διδασκαλία, γιε του βρσχμά­νου και μπράβο σου που σκέφτηκες τόσο βαθιά. Βρήκες κάποιο κενό, ένα σφάλμα. Μακάρι να ερευνήσεις περισ¬ σότερο. Πρόσεξε όμως, εσύ που επιθυμείς τη γνώση, το πλήθος των απόψεων και τις φιλονικίες για τις λέξεις. Οι ιδέες λίγο ενδιαφέρουν, μπορεί να είναι καλές ή κακές, έξυπνες ή ανόητες και ο καθένας μπορεί να προσκολλά¬ ται σ* αυτές ή να τις απορρίπτει. Η διδασκαλία όμως που άκουσες από μένα, δεν αντιπροσωπεύει τις ιδέες μου και ο σκοπός της δεν είναι να εξηγήσει τον κόσμο σ'αυτους που διψούν για γνώση. Ο σκοπός της είναι άλλος, είναι η λύτρωση από τον πόνο. Αυτό διδάσκει ο Γκοτάμα, τίποτε άλλο".

"Αχ, μακάρι ο Έξοχος να μην οργιστεί μαζί μου" είπε

ο νέος. "Δεν ζητάω να φιλονικήσουμε με τις λέξεις. Έ¬ χεις απόλυτο δίκιο, οι ιδέες δεν έχουν κανένα νόημα. Αλλά επίτρεψέ μου να πω αυτό ακόμα: Ούτε για μια στιγμή δεν αμφέβαλα για σένα. Ούτε για μια στιγμή δεν αμφισβήτη¬ σα ότι είσαι ο Βούδας, ότι έχεις πετύχει τον υψηλότερο στόχο, που τόσοι και τόσοι βρχμάνες με τους γιους τους προσπαθούν να πετύχουν. Βρήκες τη λύτρωση από το θά¬ νατο. Το πέτυχες αυτό με τη δική σου αναζήτηση, ακολου¬ θώντας το δικό σου δρόμο, με τη σκέψη σου, με την πε¬ ρισυλλογή, με τη γνώση, με τη φώτιση, όχι με τις διδα¬ χές. Και -τέτο ιες είναι οι σκέψεις μου. Υπέροχε-κανένας δεν μπορεί να βρει τη λύτρωση στις διδαχές. Σε κανέναν. Σεβάσμιε, δεν μπορείς να πεις με λόγια και να μεταδώ¬ σεις με τη διδασκαλία σου αυτό που συνέβη την ώρα της φώτισης σου ! Πολλά περιλαμβάνει η διδασκαλία του φω¬ τισμένου Βούδα, πολλά διδάσκει. Να ζεις τίμια και να απο¬ φεύγεις το κακό. Ένα πράμα μόνο δεν περιέχει αυτή η τόσο καθαρή και σεβαστή διδασκαλία. Δεν έχει το μυστι¬ κό, αυτό που ο Φωτισμένος έζησε μόνος του, χώρια από όλους τους ανθρώπους. Αυτό είναι που σκέφτηκα και κα¬ τάλαβα καθώς άκουγα τη διδασκαλία σου. Και αυτός είναι ο λόγος που θα συνεχίσω την οδοιπορία μου —όχ ι για να αναζητήσω μια άλλη καλύτερη διδασκαλία, γιατί ξέρω ότι δεν υπάρχει καμιά, αλλά για να εγκαταλείψω κάθε δάσκαλο και κάθε διδασκαλία και μονάχος να φτάσω το στόχο μου ή να πεθάνω. Συχνά όμως θα σκέφτομαι αυτή τη μέρα. Μεγάλε, και αυτή την ώρα, που είδα με τα μάτια μου έναν άγιο".

Τα μάτια του Βούδα κοίταζαν χαμηλά, γαλήνιο το απρο¬ σδιόριστο πρόσωπο του ακτινοβολούσε από την τέλεια ψυχική ηρεμία του.

"Μακάρι οι σκέψεις σου να είναι σωστές", μίλησε αργά ο Σεβάσμιος, "μακάρι να φτάσεις το στόχο σου. Αλλά πες μου: είδες την ομάδα των σαμάνων μου, των πολλών αδελφών μου, που αφοσιώθηκαν στη διδασκλαία; Και πι¬ στεύεις, ξένε σαμάνε, ότι θα ήταν καλύτερο για όλους να εγκαταλείψουν τη διδασκαλία και να επιστρέψουν στη ζωή

- 3 2 - - 3 3 -

Page 17: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

του πλήθους και των απολαύσεων," "Μου είναι ολότελα ξένη μια τέτοια σκέψη" , φώναξε ο

Σιντάρτα. "Μακάρι να παραμείνουν όλοι στη διδασκαλία σου, μακάρι να πετύχουν το στόχο τους. Δεν έχω δικαίω­μα να κρίνω μια άλλη ζωή. Μόνο εμένα τον ίδιο πρέπει να κρίνω, μόνο για μένα πρέπει να διαλέγω, πρέπει να α­πορρίπτω. Εμείς οι σαμάνες. Εξαίσιε, ψάχνουμε τη λύτρω­ση από το Εγώ. Αν γινόμουν τώρα ένας μαθητής σου, αυτό φοβάμαι, νομίζω ότι μόνο φαινομενικά, απατηλό θα ησύχαζα το Εγώ μου και θα ανακουφιζόμουν, στην πραγματικότητα όμως θα ξαναζούσε και θα αυξανόταν γιατί θα γινόταν Εγώ μου η διδασκαλία σου, η αγάπη μου για σένα, η συμμετοχή μου στην κοινωνία των μοναχών".

Χαμογελώντας με γαλήνια φωτεινότητα και φιλικότητα κοίταξε ο Γκοτάμα τον ξένο στα μάτια και τον αποχαιρέ¬ τισε με μια άτονη χειρονομία.

"Είσαι έξυπνος, σαμάνε", είπε ο Σεβάσμιος, "και έξυ¬ πνα μιλάς φίλε μου. Φυλάξου όμως από την πολλή εξυ¬ πνάδα".

Ο Βούδας απομακρύνθηκε και το βλέμμα του και το χαμόγελο του έμειναν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη του Σιντάρτα. "Δεν έχω δει άλλον άνθρωπο", σκεφτόταν, "να κοιτάει και να χαμογελάει, να κάθεται και να βαδίζει έτσι. Πραγματικά, θα ήθελα κι εγώ κάποτε να μπορέσω να κοιτάζω και να χαμογελώ, να κάθομαι και να περπατώ τό¬ σο ελεύθερα, τόσο σεβαστά, τόσο διακριτικά, τόσο ει¬ λικρινά, με τόση αφέλεια και τόσο μυστήριο. Μόνο ο άν¬ θρωπος που πραγματικά έχει εισβάλλει στα άδυτα του ε¬ αυτού του μπορεί να βαδίζει και να κοτάζει έτσι. Και εγώ θα προσπαθήσω να φτάσω στο βάθος του εαυτού μου" .

"Είδα κάποιον", σκέφτηκε ο Σιντάρτα, "κάποιον μονα¬ δικό, που μπροστά του έπρεπε να χαμηλώσω το βλέμμα μου. Σε κανέναν άλλον από δω και πέρα δε θα σκύψω το κεφάλι. Καμιά διδασκαλία δε θα με ξελογιάσει πια, αφού δε με ξελόγιασε αυτός ο άνθρωπος.

"Με λήστεψε ο Βούδας" σκεφτόταν ο Σιντάρτα, "με λήστεψε αλλά μου χάρισε κάτι περισσότερο. Μου έκλεψε

το φ ίλο, αυτόν που πίστευε σε μένα και τώρα πιστεύει σ' αυτόν, που ήταν σκιά μου και τώρα είναι σκιά του Γκο-τάμα. Μου χάρισε όμως τον Σιντάρτα, τον εαυτό μου" .

- 3 4 - - 3 5 -

Page 18: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Τ Ο Ξ Υ Π Ν Η Μ Α

Όταν πια ο Σιντάρτα άφησε το άλσος όπου είχε μείνει ο τέλειος Βούδας και ο Γκοβίντα, αισθάνθηκε ότι σ' αυ­τό το άλσος άψηνε και τη μέχρι τώρα ζωή του και ότι χωριζόταν από τον εαυτό του. Σκεφτόταν συνέχεια, καθώς περπατούσε αργά αυτό ακριβώς το αίσθημα που τον είχε καταλάβει ολότελα. Σκεφτόταν βαθιά, βυθιζόταν σ* αυτό το αίσθημα σαν να βυθιζόταν σε νερό, μέχρι να αγγίξει τον πάτο, μέχρι εκεί που οι αιτίες εξηγούνται, γιατί του φαινόταν ότι σκέψη σημαίνει να γνωρίζεις τις αιτίες και έτσι μόνο τα αισθήματα γίνονται γνώση και δεν πάνε χα¬ μένα, αλλά αποκτούν οντότητα και αρχίζουν να ακτινο¬ βολούν το περιεχόμενο τους.

Περπατώντας αργά ο Σιντάρτα σκεφτόταν. Συνειδητο­ποίησε ότι δεν ήταν πια νέος αλλά είχε γίνει άνδρας. Κα¬ τάλαβε ότι κάτι τον είχε εγκαταλείψει, όπως το φίδι αφή¬ νει το παλιό του δέρμα, ότι κάτι δεν υπήρχε πια μέσα του, κάτι που τον συνόδευε σ'όλη τη νιότη του, κάτι που του ανήκε: η επιθυμία να έχει δασκάλους και να ακούει διδα¬ σκαλίες. Τον τελευταίο δάσκαλο, που βρήκε στο δρόμο του, ακόμα κι αυτόν, τον ανώτατο και το σοφότατο δά¬ σκαλο, τον Ά γ ι ο , τον Βούδα, τον είχε αφήσει, έπρεπε να τον αποχωριστεί, δεν μπορούσε να δεχθεί ΐη διδασκαλία του.

Προχωρώντας πιο αργά ακόμα, σκεφτόταν και αναρω¬ τιόταν: "Τ ί είναι λοιπόν αυτό, που ήθελες να μάθεις από τους δασκάλους και τις διδασκαλίες και που δεν μπόρε¬ σαν να στο μάθουν ακόμα κι αυτοί που σου έμαθαν τόσα;"

Και το βρήκε: Ήταν το Εγώ που ήθελα να μάθω, το νόη­μα και την ουσία του. Ήταν το Εγώ, από το οποίο ήθελα να γλυτώσω, το οποίο ήθελα να καταδαμάσω. Δεν μπόρε¬ σα όμως να το ν ικήσω, μπόρεσα μόνο να το ξεγελάσω και να ξεφύγω, μπόρεσα μόνο να του κρυφτώ. Πράγματι, τίποτα στον κόσμο δεν απασχόλησε τόσο πολύ τη σκέ¬ ψη μου όσο αυτό, το Εγώ, αυτό το αίνιγμα, ότι ζω, ότι είμαι ένας, μονάχος και διαφορετικός από τους άλλους, ότι είμαι ο Σιντάρτα. Και για τίποτε άλλο στον κόσμο δεν ξέρω λιγότερα απ* ό,τι για μένα τον ίδ ιο, τον Σιντάρ-τα".

Προχωρούσε αργά και σκεφτόταν* ξαφνικά στάθηκε, καθώς κατάλαβε αυτή τη σκέψη και αμέσως μια άλλη σκέ¬ ψη ξεπήδησε απ* αυτή, καινούργια, που έλεγε: "Το ότι δεν ξέρω τίποτα για μένα, το ότι ο Σιντάρτα μου είναι τόσο άγνωστος και ξένος, οφείλεται σ' ένα και μοναδικό πράγμα: Φοβόμουν τον εαυτό μου, ήθελα να του ξεφύγω. Αναζητούσα τον Άτμαν , αναζητούσα τον Βράχμαν, ήμουν πρόθυμος να κομματιάσω και να ξεφλουδίσω το Εγώ μου όπως έναν καρπό, για να βρω στον πυρήνα τον Άτμσν , τη ζωή, το θεϊκό, το έσχατο. Έχανα όμως τον εαυτό μου.

Ο Σιντάρτα σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του, ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του και ένα βαθύ αί¬ σθημα τον κατέλαβε μέχρι τις άκρες των δακτύλων τοα σα να ξυπνούσε από έναν ύπνο γεμάτο όνειρα. Και άρ¬ χισε να τρέχει, να τρέχει γρήγορα, σαν κάποιον που έχει να κάνει πολλά πράγματα.

"Τώρα δε θ* αφήσω να μου ξεφύγει ο Σιντάρτα", σκέφ¬ τηκε, και έπαιρνε βαθιές αναπνοές. "Δε θ* αρχίσω πάλι τη ζωή μου με τον Άτμαν και με τον πόνο του κόσμου. Δε θέλω πια να βασανίζω και να σκοτώνω τον εαυτό μου, για να βρω τάχα πίσω από τα ερείπια ένα μυστικό. Δεν μπορεί πια να με διδάσκει ούτε η Βέδα Γιόγκα, ούτε η Βέδα Αθάρβα, ούτε οι ασκητές, ούτε καμιά άλλη διδασκα¬ λία. Από τον ευατό μου θέλω να μάθω, θέλω να γίνω μα¬ θητής του και θέλω να γνωρίσω τον εαυτό μου, το μυστι¬ κό που λέγεται Σιντάρτα".

-3 6 --3 7 -

Page 19: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Κοίταξε γύρω του σαν να έβλεπε τον κόσμο για πρώτη φορά, όμορφο, πολύχρωμο, περίεργο, αινιγματικό. Εδώ, ήταν γαλάζιος, αλλού κίτρινος, αλλού πράσινος. Τα σύν­νεφα που έτρεχαν στον ουρανό, ο ποταμός που κυλούσε, το πυκνό δάσος και το βουνό, όλα ήταν όμορφα, όλα ή¬ ταν μαγικά και γεμάτα μυστήριο και ανάμεσα τους αυτός, ο Σιντάρτα, που είχε ξυπνήσει, αναζητώντας τον εαυτό του. Ό λ ' αυτά τα κίτρινα και τα γαλάζια, τον ποταμό και το δάσος, τα έβλεπε ο Σιντάρτα για πρώτη φορά. Δεν ήταν πια η μαγεία του Μάρα, δεν ήταν το πέπλο της Μάγια, δεν ήταν πια παράλογη και τυχαία η πολλαπλό­τητα των φαινομένων του κόσμου, που την περιφρονού­σαν οι βαθυστόχαστοι βραχμάνες και την αψηφούσαν ψάχνοντας την ενότητα. Το γαλάζιο ήταν γαλάζιο, ο ποτα­μός ήταν ποταμός και μέσα και στο γαλάζιο και στον π ο ­ταμό και τον ίδιο τον Σιντάρτα ζούσε κρυφά το Ένα και το Θείο. 0 χαρακτήρας και η ουσία του ήταν τα ίδια, αλ¬ λού κίτρινο, κι αλλού γαλάζιο. Ε κει ο ουρανός και δάσος και εδώ Σιντάρτα. Το νόημα και η ουσία δεν ήταν κάπου πίσω από τα πράγματα, αλλά μέσα σ' αυτά, μέσα σ' όλα.

"Πόσο κουφός και ανόητος ήμουν", σκεφτόταν ανοίγο¬ ντας το βήμα του. "Όταν κάποιος διαβάζει κάποιο γραφτό και θέλει να συλλάβει το νόημα του δεν περιφρονεί τα σ η ­μεία και τα γράμματα και δεν τα ονομάζει πλάνη, σύμπτω¬ ση ή κενό, αλλά τα διαβάζει, τα μελετάει και προσέχει αυτά τα γράμματα. Εγώ όμως που ήθελα να διαβάσω το βιβλίο του κόσμου και το βιβλίο της δικιάς μου ύπαρ¬ ξης περιφρόνησα, για χάρη κάποιου φανταστικού νοή¬ ματος, τα σημεία και τα γράμματα, θεώρησα τον κόσμο των φαινομένων πλάνη, ονόμασα τα μάτια και τη γλώσσα μου τυχαία και ανάξια φαινόμενα. Όμως αυτό πέρασε π ια, ξύπνησα, και σήμερα ξαναγεννήθηκα".

Και ενώ ο Σιντάρτα έκανε αυτές τις σκέψεις, έμεινε ξαφνικά ακίνητος, σαν να αντίκρυσε ένα φίδι, και τότε κατάλαβε κι αυτό· αυτός που πράγματι είχε ξυπνήσει και είχε ξαναγεννηθεί έπρεπε να ξεκινήσει τη ζωή του εντε¬ λώς από την αρχή. Όταν το ίδιο πρωί άφηνε πίσω του το

άλσος Γεταβάνα, το άλσος εκείνου του Υπέροχου ξυπνών¬ τας και παίρνοντας ήδη το δρόμο για τον ευατό του, σκο¬ πός ήταν, και του φαινόταν φυσικό και αυτονόητο, μετά τη περίοδο της ασκητείας του, να γυρίσει στην πατρίδα του και στον πατέρα του. Τώρα όμως, αυτή ακριβώς τη στιγμή, που στάθηκε σαν να βρισκόταν κάποιο φίδι στο δρόμο του, κατάλαβε και αυτό το πράγμα ακόμα: "Δεν είμαι πια ασκητής, δεν είμαι πια ιερέας, δεν είμαι πια βραχμάνος. Και τί θα κάνω στο σπίτι και στον πατέρα μου; Θα μελετώ; Θα θυσιάζω; Θα ασκούμαι στην περισυλλογή; Όλα αυτά πέρασαν, όλα αυτά δε βρίσκονται πια στο δρόμο μου".

Ο Σιντάρτα έμεινε να στέκεται ακίνητος, και για μια στιγμή και όσο κρατάει μια ανάσα πάγωσε η καρδιά του, ένιωσε να παγώνει το στήθος του σαν μικρού ζώου κι ένιωσε σαν πουλί ή σαν λαγός, όταν είδε πόσο μόνος είναι. Για χρόνια ήταν χωρίς πατρίδα και δεν το είχε νιώ¬ σει. Τώρα το αισθάνθηκε. Πάντα, ακόμα και στην πιο βα¬ θιά περισυλλογή, ήταν γιος του πατέρα του, ήταν βραχ-μάνος, υψηλά ιστάμενος, άνθρωπος του πνεύματος. Τώρα ήταν μόνο ο Σιντάρτα, που είχε ξυπνήσει, τίποτα άλλο. Πήρε βαθιά αναπνοή και για μια στιγμή πάγωσε και ανατρί¬ χιασε. Κανένας δεν ήταν τόσο μόνος όσο αυτός. Κανένας αριστοκράτης που δεν ανήκει στους αριστοκράτες, κανέ¬ νας τεχνίτης που δεν ανήκει στους τεχνίτες αλλά μοιρά¬ ζεται τη ζωή τους και μιλάει τη γλώσσα τους γιατί δεν μπορεί να ζήσει με τους δικούς του, κανένας βραχμάνος που δεν υπολογίζεται σαν τέτοιος και δεν μπορεί να ζή¬ σει μαζί τους, κανένας ασκητής που δε βρίσκει πια κατα¬ φύγιο στις τάξεις των σαμάνων, ακόμα και ο χαμένος στο δάσος ερημίτης δεν είναι τόσο μόνος, ανήκει κι αυτός σε κάποια ομάδα που τον περιβάλλει και που είναι γ ι ' αυτόν πατρίδα. Ο Γκοβίντα έγινε μοναχός και χιλιάδες μοναχοί είναι αδέλφια του, φορούν τη φορεσιά του, πιστεύουν την πίστη του, μιλούν τη γλώσσα του. Αυτός όμως, ο Σιντάρ-τα, πού ανήκει;

Αυτή τη στιγμή, που ο κόσμος γύρω του έλειωσε, που στάθηκε μονάχος σαν αστέρι στον ουρανό, αυτή τη στιγμή

- 3 8 - - 3 9 -

Page 20: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ

που η καρδιά του πάγωσε και το θάρρος του τον εγκατέ­λειψε, ο Σιντάρτα αντιστάθηκε και υψώθηκε πιο δυνατός, πιο Σιντάρτα από πριν. Το ένιωσε, αυτή ήταν η τελευταία φρίκη του ξυπνήματος, ο τελευταίος σπασμός της γέννας. Και αμέσως προχώρησε πάλι, γρήγορα και ανυπόμονα, ΜΕΡΟΣ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο όχι προς το σπίτι, όχι προς τον πατέρα, όχι πια προς τα πίσω.

Κ Α Μ Α Λ Α

Ο Σιντάρτα μάθαινε καινούργια πράγματα σε κάθε βή¬ μα που έκανε, γιατί ο κόσμος είχε μεταμορφωθεί και η καρδιά του μαγευόταν. Έβλεπε τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από τα βουνά του δάσους και να δύει πίσω από τις φοίνικες της ακρογιαλιάς. Έβλεπε τη νύχτα στον ουρα¬ νό τ' αστέρια με τους σχηματισμούς τους και το μισοφέγ¬ γαρο να κολυμπάει σαν καράβι σε γαλάζια νερά. Έβλεπε τα δέντρα και τ' αστέρια, τα ζώα, τα σύννεφα και το ου¬ ράνιο τόξο, τους βράχους, τα χορτάρια και τα λουλούδια, τα ρυάκια και τους ποταμούς, τα λαμπυρίσματα της πρω¬ ινής δροσιάς στους θάμνους, τα μακρινά βουνά γαλάζια και χλωμά, τα πουλιά να τραγουδούν και τις μέλισσες να βουίζουν, τον άνεμο που ασημένιος έπνεε στον κάμπο με το ρύζι. Όλα αυτά, πάμπολλα και πολύχρωμα, υπήρ¬ χαν πάντα. Ο ήλιος και το φεγγάρι έλαμπαν πάντα, τα πο¬ τάμια πάντα βούιζαν και οι μέλισσες βομβούσαν, αλλά για τον Σιντάρτα τον προηγούμενο καιρό όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα παροδικό και απατηλό πέπλο μπροστά στα μάτια του που το παρατηρούσε με δυσπιστία και ήταν προορι¬ σμένο να απομακρυνθεί και να καταστραφεί από τις σκέ¬ ψεις, γιατί δεν ήταν τίποτα ουσιαστικό, γιατί η ουσία βρί¬ σκεται πέρα από τα ορατά. Τώρα όμως το ελεύθερο βλέμ¬ μα του πλανιόταν εδώ κι εκεί, έβλεπε και αναγνώριζε τα πράγματα, έψαχνε για πατρίδα, δεν αναζητούσε την ουσία ή κάποιον άλλον κόσμο. "Ηταν ο κόσμος όμορφος όταν τον έβλεπε κανείς έτσι, χωρίς αναζήτηση, τόσο απλά, τόσο παιδικό. Το φεγγάρι και τ' αστέρια ήταν όμορφα, όμορ-

- 4 0 - - 4 1 -

Page 21: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

φα ήταν και το ρυάκι και η ακτή, το δάσος και οι βράχοι, η κατσίκα και η χρυσόμυγα, τα λουλούδια και οι πεταλού­δες. Ήταν όμορφο και γλυκό να περπατάει έτσι στον κό­σμο ελεύθερος, ελαφρά, χωρίς φροντίδες, χωρίς δυσπι­στία. Ο ήλιος έκαιγε αλλιώς το κεφάλι του, αλλιώς δρόσι­ζε η σκιά του δάσους, αλλιώς μύριζαν το ρυάκι κι η δεξαμε­νή, άλλη γεύση είχαν το κολοκύθι και η μπανάνα. Σύντο¬ μες ήταν οί μέρες, σύντομες κι οι νύχτες, η κάθε ώρα κυ¬ λούσε γρήγορα σαν το κατάρτι στη θάλασσα, και κάτω α¬ πό το κατάρτι ένα καράβι γεμάτο θησαυρούς, γεμάτο φί¬ λους. Ο Σιντάρτα είδε τους πιθήκους να τριγυρνούν σ'ένα ψήλωμα του δάσους κι άκουσε το άγριο κι αχόρταγο τρα¬ γούδι τους. Ο Σιντάρτα είδε ένα κριάρι να καταδιώκει ένα πρόβατο κι είδε τα δύο ζώα ν" αγαπιούνται. Είδε σε μια λι¬ μνοθάλασσα με καλάμια τριγύρω το λούτσο οδηγημένο α¬ πό τη βραδινή πείνα να κυνηγάει: μπροστά του γρήγορα και γεμάτα φόβο τα μικρά ψάρια κοπαδιαστά, γλυστρού-σαν και άστραφταν από το νερό. Δύναμη και βίαιος πό¬ νος ξεπρόβαλλαν από το στρόβιλο του νερού που προκα¬ λούσε ο ορμητικός κυνηγός.

Όλα αυτά υπήρχαν πάντα αλλά δεν τα είχε δει γιατί δε βρισκόταν μαζί τους. Τώρα βρισκόταν εκεί, τους ανή­κε. Τα μάτια του πλημμύρισαν από το φως και τη σκιά, η καρδιά του πλημμύρισε από τ' αστέρια και το φεγγάρι.

0 Σιντάρτα καθώς προχωρούσε, θυμήθηκε όλα εκεί­να που είχε ζήσει στον κήπο Γεταβάνα: τη διδασκαλία που άκουσε, το θεϊκό Βούδα, τον αποχωρισμό από τον Γκοβίντα, τη συνομιλία του με τον Έξοχο. Θυμήθηκε πάλι τα ίδια του τα λόγια, κάθε λέξη που είχε πει στον Υπέ¬ ροχο και με έκπληξη κατάλαβε ότι τότε είχε πει πράγματα, που δεν τα γνώριζε καν. Αυτό που είχε πει στον Γκοτάμα, ότι ο θησαυρός και το μυστικό του Βούδα δεν είναι η δι¬ δασκαλία αλλά αυτό που είναι αδύνατο να λεχθεί και να διδαχθεί, δηλαδή αυτό που έζησε την ώρα της φώτισης του —αυτό ακριβώς ξεκίνησε να βρει ο Σιντάρτα, αυτό ακριβώς άρχισε τώρα να ζει. Έπρεπε τώρα να ζήσει τον εαυτό του. Ήξερε από καιρό ότι ο εαυτός του είναι ο Ά-τμαν, από την ίδια ουσία με τον Βράχμαν. Αλλά ποτέ δεν

είχε βρει πραγματικά τον εαυτό του, γιατί ήθελε να τον συλλάβει με το πλέγμα των σκέψεων. Κι ακόμα ήξερε ότι αν το κορμί δεν ήταν ο εαυτός του, ούτε και το παιχνίδι των αισθήσεων, τότε ούτε και η σκέψη, ούτε η κατανόη¬ ση, ούτε η σοφία που είχε διδαχθεί, ούτε η ικανότητα που είχε αποκτήσει να βγάζει συμπεράσματα γνέθοντας τη μια σκέψη από την άλλη, θα ήταν ο εαυτός του. Όχ ι . Ακόμα κι" αυτός ο κόσμος των σκέψεων ανήκε εδώ και δεν οδη¬ γούσε πουθενά να σκοτώνει κανείς το τυχαίο Εγώ των αι¬ σθήσεων και στη θέση του να αυξάνει το τυχαίο Εγώ της σκέψης και της σοφίας. Και τα δυο, και οι σκέψεις και οι αισθήσεις, ήταν όμορφα πράγματα. Πίσω τους βρισκόταν κρυμμένο το βαθύτερο νόημα, άξιζε να τα ακούς και τα δυο, και τις σκέψεις και τις αισθήσεις, να παίζεις και με τα δυο, να μην περιφρονείς ούτε να υπερεκτιμάς κανένα, να ακούς τις μυστικές φωνές που υπάρχουν στο βάθος τους. Δε θα επιδίωκε τίποτε, αν πρώτα δεν τον διέταζε η φωνή, δε θα χασομερούσε παρά όπου τον συμβούλευε η φωνή. Γιατί άραγε ο Γκοτάμα, εκείνη την ύψιστη ώρα, κάθησε κάτω από το δέντρο Μπο, όπου δέχτηκε τη φώτι¬ σ η ; Ά κ ο υ σ ε μια φωνή , μια φωνή στην καρδιά του, που τον διέταξε να ζητήσει ανάπαυση κάτω απ'αυτό το δέντρο και δεν προτίμησε ούτε τον ασκητισμό, ούτε τις θυσίες, ούτε τα λουτρά ή τις προσευχές, ούτε το φαγητό ή το ποτό, ού- . τε τον ύπνο ή τα όνειρα, άκουσε μόνο τη φωνή.Έτσι ήταν έτοιμος, ακούγοντας όχι κάποια εξωτερική διαταγή, αλλά μόνο τη φωνή : κι αυτό είναι το καλό, αυτό είναι το μόνο αναγκαίο.

Τη νύχτα, που κοιμόταν στην αχυροκαλύβα ενός περα-ματάρη στον ποταμό, είδε ο Σιντάρτα ένα όνειρο: Στεκό¬ ταν ο Γκοβίντα μπροστά του, με το κίτρινο ράσο των α¬ σκητών. Ο Γκοβίντα φαινόταν θλιμμένος και τον ρώτησε: "Γιατί με εγκατέλειψες,·" Τότε αγκάλιασε τον Γκοβίντα και τον έσφιξε στην αγκαλιά του, και ενώ τον τραβούσε στο στήθος του και τον φιλούσε, δεν ήταν πια ο Γκοβίντα αλλά μια γυναίκα και από το φόρεμα της γυναίκας ανάβλυζε έ¬ να γεμάτο στήθος και ο Σιντάρτα έγειρε πάνω του και ή¬ πιε γάλα γλυκό και παχύ από αυτό το στήθος. Μύριζε γυ -

- 4 2 - - 4 3 -

Page 22: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

ναίκα και άνδρα, ήλιο και δάσος, ζώο και λουλούδι , κάθε καρπό και κάθε ηδονή. Τον μέθυσε και του πήρε τα μυα­λά. Ό τ α ν ο Σιντάρτα ξύπνησε, ο χλωμός ποταμός (ραινό­ταν να αστράφτει από την πόρτα της καλύβας και στο δά­σος ηχούσε η βαριά κραυγή της κουκουβάγιας.

Όταν ήρθε η μέρα ο" Σιντάρτα παρακάλεσε τον περαμ'σ-τάρη που τον φυλοξένησε να τον περάσει απέναντι. Ο βαρ-κάρης τον πέρασε με τη σχεδία του, που ήταν καμωμένη από μπαμπού και το πλατύ ποτάμι άστραφτε κόκκινο στο φέγγος του πρωινού.

"Είναι πολύ όμορφος αυτός ο ποταμός", είπε στο συνο¬

δό του. " Ν α ι " , είπε ο βαρκάρης, "είναι πολύ όμορφος ποταμός,

τον αγαπώ περισσότερο απ ' όλους. Πολλές φορές τον ά¬ κουσα, πολλές φορές είδα με τα μάτια του και πάντα κάτι μαθαίνω απ ' αυτόν. Πολλά μπορεί να μάθει κανείς από ένα ποτάμι".

" Σ * ευχαριστώ ευεργέτη μου" είπε ο Σιντάρτα κατεβαί¬ νοντας στην άλλη όχθη. "Δεν έχω να σου κάνω κανένα δώρο για τη φιλοξενία σου, καλέ μου, και καθόλου χρή¬ ματα να σε πληρώσω. Γιος βραχμάνου, είμαι τώρα ασκη¬ τής χωρίς πατρίδα".

"Το κατάλαβα", είπε ο περαματάρης, "και δεν περίμε¬ να ούτε αμοιβή ούτε κανένα δώρο για τη φυλοξενία μου. Θα μου κάνεις το δώρο μια άλλη φορά" .

"Το πιστεύεις,·" τον ρώτησε χαμογελώντας ο Σιντάρτα. "Το ξέρω. Γιατί από τον ποταμό έμαθα κι αυτό: όλα ξα¬

νάρχονται. Ακόμα κι εσύ, σαμάνε, θα ξανάρθεις. Για την ώ­ρα, καλό σου ταξίδι. Μακάρι η φιλία σου να είναι ο μισθός μου, μακάρι να με σκέφτεσαι όταν θα θυσιάζεις στους θε¬ ούς".

Χαμογελώντας αποχωρίστηκαν. Ο Σιντάρτα χαμογελού¬ σε και χαιρόταν για τη φ ιλ ική διάθεση και την ευγένεια του βαρκάρη. "Πόσο Γκοβίντα είναι κι αυτός", σκέφτηκε χαμογελώντας, "όπως και όλοι, όσους συναντώ στο δρό¬ μο μου, όλοι τους είναι Γκοβίντα. Ό λ ο ι είναι ευγνώμονες, αν και οι ίδιοι δικαιούνται το ευχαριστώ μας, σκύβουν το

κεφάλι , πρόθυμα ακούν, πρόθυμα γίνονται φ ίλο ι , αλλά λί¬ γο σκέφτονται. Αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν παιδιά".

Γύρω στο μεσημέρι πέρασε από ένα χωριό . Παιδιά στα σοκάκια κυλιόντουσαν μπροστά σε λασπωμένα καλύβια, έπαιζαν με κολοκυθόσπορους και κοχύλια, φώναζαν και μάλωναν, έφευγαν όμως τρομαγμένα από τον ξένο σαμανο. Στο τέρμα του χωριού ο δρόμος οδηγούσε σ' ένα ρυάκι που στην όχθη του γονατιστή μια νέα γυναίκα έπλενε ρού¬ χα. Ο Σιντάρτα τη χαιρέτησε, αυτή σήκωσε το κεφάλι και χαμογελαστή τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια. Ψέλλισε μια ευχή, όπως συνηθιζόταν στους ταξιδιώτες, και τη ρώ¬ τησε, πόσο μακριά είναι ο δρόμος για τη μεγάλη πόλη. Τό¬ τε αυτή σηκώθηκε και τον πλησίασε· το υγρό στόμα ά¬ στραφτε όμορφα στο νεανικό πρόσωπο. Χαριτολογώντας τον ρώτησε αν είχε φάει και αν είναι αλήθεια ότι οι σαμά-νες κοιμούνται μόνοι τις νύχτες στο δάσος και ότι δεν επι¬ τρέπεται να έχουν γυναίκα μαζί τους. Και την ίδια στιγμή έβαλε το αριστερό της πόδι πάνω στο δεξί του και έκανε την κίνηση που τα βιβλία ονομάζουν "σκαρφάλωμα στο δένδρο" και που κάνει η γυναίκα όταν θέλει να προσκαλέ¬ σει έναν άνδρα σε κάθε ηδονή. Ο Σιντάρτα ένιωσε το αίμα του να ανάβει και τότε ακριβώς τον κατέλαβε πάλι το όνειρο. Έγειρε ελαφρά πάνω στη γυναίκα και φίλησε με τα χείλια του τη σκουρόχρωμη κορυφή του στήθους της. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το πρόσωπο της χαμογελαστό, γεμάτο προσμονή, με μάτια μισόκλειστα, που ικέτευαν με πόθο.

Και ο Σιντάρτα την πόθησε και ανατρίχιασε ολόκληρος. Μολονότι τα χέρια του ήταν έτοιμα να τυλίξουν τη γυναί¬ κα, δίσταζε να την αγγίξει, γιατί ποτέ πριν δεν είχε αγγίξει γυναίκα. Κι αυτή τη στιγμή έκπληκτος άκουσε τη φωνή της ψυχής του που έλεγε όχι. Τότε από το χαμογελαστό πρόσωπο της νέας γυναίκας χάθηκε κάθε γοητεία και στο υγρό βλέμμα της δεν έβλεπε παρά ένα ξεσηκωμένο ζώο. Χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο της, της ξεγλίστρησε και χάθηκε αλαφροπάτητος στο δάσος των μπαμπού, αφήνο¬ ντας την απογοητευμένη.

- 4 4 - - 4 5 -

Page 23: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Κατά το απόγευμα της Ιδιας μέρας έφτασε σε μια μεγά­λη πόλη και χάρηκε γιατί είχε λαχταρήσει τους ανθρώ­πους. Είχε ζήσει για πολύ στο δάσος και η αχυρένια κα­λύβα του περαματάρη που κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα ή­ταν η πρώτη στέγη πάνω από το κεφάλι του μετά από πο¬ λύ καιρό.

'Εξω από την πόλη, κοντά σ* ένα όμορφο, περιφραγμέ­νο άλσος συνάντησε ο ταξιδιώτης μια μικρή ομάδα από υπηρέτες και υπηρέτριες, φορτωμένους με καλάθια. Στη μέση, τέσσερεις κουβαλούσαν ένα στολισμένο φορείο* στα κόκκινα μαξιλάρια του καθόταν μια κυρία, μια εταίρα και προστατευόταν από τον ήλιο με μια πολύχρωμη τέντα. Ο Σιντάρτα στάθηκε στην είσοδο του άλσους και παρακολού¬ θησε την πομπή, είδε τους υπηρέτες, τις δούλες, τα καλά¬ θια, το φορείο, και στο φορείο τη γυναίκα. Κάτω από τα μαύρα μαλλιά, που ήταν τραβηγμένα πίσω, είδε ένα πολύ φωτεινό, πολύ τρυφερό και πολύ έξυπνο πρόσωπο, ένα κατακόκκινο στόμα, σαν φρεσκοκομμένο σύκο, φρύδια περιποιημένα κα βαμμένα σαν ψηλά τόξα, σκούρα μάτια έξυπνα και άγρυπνα. Είδε τον λαιμό, λεπτό και ψηλό να ξε¬ προβάλλει από το χρυσοπράσινο φόρεμα, και τα μακρυά χέρια λευκά και ήρεμα και φωτεινά με φαρδιά χρυσά στε¬ φάνια στις αρθρώσεις.

Ο Σιντάρτα είδε πόσο όμορφη ήταν και χάρηκε η καρ¬ διά του. "Οταν το φορείο πλησίασε, υποκλίθηκε βαθιά και καθώς σηκωνόταν κοίταξε πάλι το φωτεινό, χαριτωμένο πρόσωπο, διάβασε για ένα λεπτό τα έξυπνα, περήφανα μά¬ τια, ανέπνευσε ένα φύσημα της μυρωδιάς, που δε γνώρι¬ ζε. Κάποια στιγμή η γυναίκα έγνεψε χαμογελώντας και χάθηκε στο άλσος και πίσω της οι υπηρέτρες.

"Κι έτσι", σκέφτηκε ο Σιντάρτα, "μπαίνω σ' αυτή την πόλη με καλούς οιωνούς". Κάτι τον τραβούσε να μπει α¬ μέσως στο άλσος, όμως εκείνη τη στιγμή το ξανασκέφτη-κε, αφού παρατήρησε πώς τον κοιτούσαν οι υπηρέτες και οι δούλες από την είσοδο, με πόση περιφρόνηση, πόση δυ¬ σπιστία, πόση αποστροφή.

"Είμαι ακόμα ένας σαμάνος", σκέφτηκε, "είμαι ακόμα

ασκητής και ζητιάνος. Δεν πρέπει να ζω πια έτσι, ούτε να μπω έτσι στο άλσος". Και γέλασε.

Ρώτησε τον πρώτο άνθρωπο που συνάντησε στο δρόμο του για το άλσος και το όνομα αυτής της γυναίκας και έμαθε ότι αυτό το άλσος ήταν της Καμάλα, της γνωστής εταίρας, και ότι εκτός από το άλσος είχε και ένα σπίτι στην πόλη.

Τότε ο Σιντάρτα μπήκε στην πόλη έχοντας πια ένα στό¬ χο. Παρασυρμένος από τους σκοπούς του, αφέθηκε να τον ρουφήξει η πόλη, κινήθηκε στη ροή των μικρών δρόμων, στάθηκε σιωπηλός στις πλατείες και ηρέμησε στις όχθες του ποταμού.

Το βραδάκι κάθησε με το τσιράκι ενός κουρέα, που το είχε δει να δουλεύει στη σκιά μιας καμάρας, αργότερα τον ξαναβρήκε να προσεύχεται σ' ένα ναό του Βισνού και του διηγήθηκε τις ιστορίες του Βισνού και του Λάκσμι . Τη νύ¬ χτα κοιμήθηκε στις βάρκες του ποταμού και νωρίς το πρω¬ ί, πριν ακόμα έρθουν οι πρώτοι πελάτες, ο μικρός του ξύ¬ ρισε τη γενειάδα και του χτένισε τα μαλλιά, αφού τα έκο¬ ψε και τα άλειψε με ακριβό λάδι. Επειτα πήγε να πλυθεί στον ποταμό.

Όταν αργά το απόγευμα η όμορφη Καμάλα πλησίαζε με το φορείο στο άλσος, στάθηκε ο Σιντάρτα στην είσοδο, υποκλίθηκε και δέχθηκε τον χαιρετισμό της εταίρας. Ε¬ γνεψε όμως στον τελευταίο από τους υπηρέτες της πο¬ μπής, να ειδοποιήσει την κυρία, ότι ένας νέος βραχμάνος λαχταρούσε να της μιλήσει. Μετά από λίγο επέστρεψε ο υπηρέτης και ζήτησε από τον ταξιδιώτη να τον ακολουθή¬ σει. Τον οδήγησε σιωπηλά σ' ένα κιόσκι, όπου η Καμάλα ήταν ξαπλωμένη σ' ένα ανάκλιντρο και τους άφησε μό¬ νους.

"Εσύ δεν είσαι που στεκόσουν χθες εκεί έξω και με χαι¬ ρέτησες;" ρώτησε η Καμάλα.

"Ναι , σε ε'ιδα και σε χαιρέτησα". "Αλλά χθες δεν είχες γενειάδα και μακριά σκονισμένα

μαλλιά;" "Ναι , σωστά παρατήρησες, τα είδες όλα. Είδες τον Σιν-

- 4 6 - -4 7-

Page 24: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

τάρτα, το γιο του βραχμάνου, που άφησε την πατρίδα του για να γίνει σαμάνος κι έτσι ζούσε τρία χρόνια. Τώρα όμως εγκατέλειψα εκείνο το μονοπάτι και ήρθα σ' αυτή την πό­λη και η πρώτη πού συνάντησα πριν μπω ακόμα στην πό­λη ήσουνα εσύ. Αυτό ήρθα να σου π ω , Καμάλα. Είσαι η πρώτη γυναίκα που ο Σιντάρτα δεν της μιλάει με χαμηλω¬ μένα μάτια. Κι ούτε πια θα χαμηλώνω το βλέμμα μου, ό¬ ταν συναντώ μια όμορφη γυναίκα".

Η Καμάλα χαμογελούσε και έπαιζε με τη βεντάλια της, που ήταν φτιαγμένη από φτερά παγωνιού. Και ρώτησε: "Και για να μου πει αυτό, ήρθε σε μένα ο Σιντάρτα·"

"Για να σου το πει και για να σ' ευχαριστήσει, που είσαι τόσο όμορφη. Και αν αυτό δε σ' ενοχλεί, θα ήθελα να σε παρακαλέσω να γίνεις φίλη και δασκάλα μου, γιατί δεν ξέ¬ ρω τίποτα από τη δικιά σου τέχνη.

Τότε η Καμάλα γέλασε δυνατά. "Ποτέ δε μου έτυχε, φίλε, νά 'ρθει σε μένα ένας σαμάνος

από το δάσος και να θέλει να τον διδάξω. Ποτέ δεν έτυχε νά 'ρθει σε μένα ένας σαμάνος με μακριά μαλλιά και με πα¬ λιά σχισμένα ρούχα. Πολλοί νέοι έρχονται σε μένα και α­νάμεσα τους πολλοί γιοι βραχμάνων, αλλά έρχονται με ω¬ ραία ρούχα, κομψά παπούτσια, αρωματισμένα μαλλιά και με γεμάτο πουγγί. Έ τ σ ι είναι, σαμάνε, οι νέοι που έρχο¬ νται σε μένα".

Ο Σιντάρτα είπε: " Ά ρ χ ι σ α ήδη να μαθαίνω από σένα. Α­κόμα και χθες έμαθα κάτι. Έτσ ι έκοψα τα γένεια, χτένισα τα μαλλιά και τα άλειψα με λάδι . Λίγα είναι αυτά που μου λείπουν ακόμα, κυρία: κομψά ρούχα και παπούτσια και γε¬ μάτο πουγγί. Να ξέρεις όμως ότι ο Σιντάρτα προσπάθησε και πέτυχε δυσκολότερα από αυτά τα μικροπράγματα. Πώς γίνεται λοιπόν να μην πετύχω αυτό που αποφάσισα χθες: να γίνω φίλος σου και να μάθω από σένα τις χαρές του έρωτα! Θα δεις, Καμάλα, τι καλός μαθητής που είμαι, έχω μάθει δυσκολότερα από αυτά που θέλω να μου διδάξεις. Και κάτι ακόμα: ο Σιντάρτα δε σου αρκεί όπως είναι, με λάδι στα μαλλιά αλλά χωρίς ρούχα, χωρίς πα¬ πούτσια, χωρίς λεφτά,·"

Γελώντας φώναξε η Καμάλα: " Ό χ ι , καλέ μου, δε μου αρκεί. Πρέπει νάχει ρούχα, ωραία ρούχα και ωραία παπού¬ τσια και πολλά λεφτά στο πουγγί και δώρα για την Καμά-λα. Το έμαθες τώρα, σαμάνε από το δάσος; Το κατάλα¬ βες,·"

"Το κατάλαβα καλά", φώναξε ο Σιντάρτα. "Πώς μπο¬ ρούσα να μην καταλάβω αυτά που λέει ένα τέτοιο στόμα! Το στόμα σου είναι σαν φρεσκοκομμένο σύκο, Καμάλα. Και το δικό μου είναι κόκκινο και δροσερό, θα ταιριάσει με το δικό σου, θα δεις. Αλλά πες μου, όμορφη Καμάλα, δε φοβάσαι καθόλου το σαμάνο που ήρθε από το δάσος σε σένα, για να μάθει τον έρωτα,·"

"Γιατί θάπρεπε να φοβάμαι ένα σαμάνο, έναν κουτό σα-μάνο από το δάσος, που έρχεται από τα τσακάλια και δεν ξέρει καθόλου τί είναι γυναίκες,·"

"ΑΙ είναι δυνατός ο σαμάνος και δε φοβάται τίποτα. Θα μπορούσε να σε βιάσει, όμορφο κορίτσι, θα μπορούσε να σε ληστέψει, θα μπορούσε ακόμα να σου κάνει οποιοδή¬ ποτε κακό" .

" Ό χ ι , σαμάνε, δεν το φοβάμαι αυτό. Φοβήθηκε ποτέ έ¬ νας σαμάνος ή ένας βραχμάνος μήπως έρθει κάποιος και τον πιάσει και του κλέψει τη σοφία, την ευσέβεια ή τις βα¬ θυστόχαστες σκέψεις τ ο υ ; Ό χ ι , γιατί του ανήκουν μια για πάντα και δίνει μόνο ό,τι θέλει να δώσει και σ' όποιον θέλει. Έτσι είναι, και ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με την Καμάλα και με τις χαρές του έρωτα. Ό μ ο ρ φ ο και κόκκινο το στόμα της Καμάλα, αλλά προσπάθησε να το φιλήσεις χωρίς τη θέληση της, δε θα πάρεις ούτε μια σταγόνα από τη γλύκα, που ξέρει να δίνει. Θέλεις να μαθαίνεις, Σιντάρ-τα. Μάθε λοιπόν κι αυτό: την αγάπη μπορείς να τη ζητια¬ νέψεις, να την αγοράσεις, να τη δωρίσεις, να τη βρεις στα σοκάκια αλλά δεν μπορείς να την κλέψεις. Πήρες λάθος δρόμο. Ό χ ι , θάταν κρίμα να αρχίσει έτσι ένας νέος ό¬ μορφος σαν εσένα".

Ο Σιντάρτα υποκλίθηκε χαμογελώντας. "Θάταν κρίμα, Καμάλα, έχεις απόλυτο δίκαιο. Θάταν μεγάλο κρίμα. Ό¬ χ ι , δεν πρέπει να χάσω ούτε μια γλυκιά σταγόνα από το

- 4 8 - - 4 9 -

Page 25: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

στόμα σου, ούτε και συ από το δικό μου! Ας σταματή­σουμε όμως εδώ: ο Σιντάρτα θα ξανάρθει όταν θάχει αυτά που του λείπουν: ρούχα, παπούτσια και χρήματα. Αλλά πες, ευγενική Καμάλα, μπορείς να μου δώσεις μια ακόμα μικρή συμβουλή;"

"Μια συμβουλή; Γιατί όχι ; Ποιος δε θάθελε να βοηθήσει ένα φτωχό σαμάνο, που έρχεται από τα τσακάλια και το δάσος,·"

"Συμβούλεψε με λοιπόν, αγαπημένη Καμάλα. Πού μπο¬ ρώ να πάω για να βρω όσο πιο γρήγορα γίνεται, τα τρία αυτά πράγματα;"

"Φίλε, αυτό θάθελαν πολλοί να το μάθουν. Πρέπει να κάνεις αυτό που έχεις μάθει, να πληρωθείς γ ι * αυτό και να αποκτήσεις έτσι χρήματα, ρούχα και παπούτσια. Δεν μπορούν αλλιώς να κερδίζουν χρήματα οι φτωχοί. Τί μπο­ρείς λοιπόν να κάνεις,·"

"Ξέρω να σκέφτομαι, να περιμένω και να νηστεύω". "Τίποτ ' άλλο,·" "Τίποτα. Ξέρω να γράφω στίχους. Θέλεις να μου δώ¬

σεις ένα φιλί για ένα ποίημα,·" " Θα το κάνω, αν μου αρέσει το ποίημα σου. Πώς είναι

λοιπόν,·" Ο Σιντάρτα, αφού σκέφτηκε για ένα λεπτό, είπε αυτούς

τους στίχους: " Η όμορφη Καμάλα μπήκε στο σκιερό άλσος

και στην πύλη του στεκόταν ο μελαχρινός σαμόνος. Βαθιά υποκλίθηκε, όταν είδε το άνθος του λωτού και η Καμάλα χαμογελώντας τον ευχαρίστησε. Είναι προτιμότερη από τις θυσίες στους θεούς, σκέφτηκε ο νέος, είναι προτιμότερη η θυσία στην όμορφη Καμάλα".

Η Καμάλα χειροκρότησε τόσο δυνατά που τα χρυσά βραχιόλια αντηχούσαν σ' όλο το άλσος.

"Είναι ωραίοι οι στίχοι σου, μελαχρινέ σαμάνε, και πρα¬ γματικά δε θα χάσω τίποτα, αν σου δώσω ένα φιλί γι* αυτούς".

Τον τράβηξε κοντά της με τα μάτια, ο Σιντάρτα έγειρε

πάνω στο πρόσωπο της και ακούμπησε τα χείλη του στα χείλη της, στο στόμα της που ήταν σαν φρεσκοκομμένο σύκο. Η Καμάλα το.ν φιλούσε για ώρα πολλή και με με¬ γάλη έκπληξη αισθάνθηκε ο Σιντάρτα πώς τον διδάσκει, πόσο σοφή είναι, πόσο τον εξουσίαζε, τον έδιωχνε, τον τραβούσε και πώς μετά απ* το πρώτο αυτό μακρύ φιλί τον περίμεναν πολλά ακόμα φιλιά, το ένα πίσω απ" τ* άλλο, το καθένα διαφορετικό από τ' άλλα. Έμεινε αναπνέοντας βα¬ ριά και αυτή τη στιγμή ήταν, που έκπληκτος σαν παιδί, ανακάλυψε μπροστά στα μάτια του την πληρότητα της γνώσης και της διδαχής της.

"Πολύ ωραίοι είναι οι στίχοι σου" , φώναξε η Καμάλα, "αν ήμουν πλούσια θα σου έδινα γι" αυτούς ένα χρυσό νό¬ μισμα. Αλλά θα είναι δύσκολο να κερδίσεις με τους στί¬ χους τόσα χρήματα όσα χρειάζονται. Γιατί χρειάζεσαι πολ¬ λά χρήματα, αν θέλεις να είσαι φίλος της Καμάλα".

"Πώς ξέρεις να φύ\άς, ΚαμάλαΙ" ψιθύρισε ο Σιντάρτα. "Ναι , αυτό το ξέρω και γ ι* αυτό δε μου λείπουν ούτε τα

φορέματα, ούτε τα παπούτσια, ούτε τα βραχιόλια, ούτε τα άλλα ωραία πράγματα. Αλλά τί θα γίνει με σένα; Δεν ξέ¬ ρεις τίποτε άλλο από το να σκέφτεσαι, να νηστεύευς και να γράφεις στίχους,·"

"Ξέρω και τους ύμνους των θυσιών", είπε ο Σιντάρτα, "αλλά δε θέλω να τους ψάλλω πια. Ξέρω και ρητά μαγικά, αλλά δε θέλω να τα ξαναπώ. Έ χ ω διαβάσει τις γραφές..."

"Σταμάτα", τον διέκοψε η Καμάλα. "Ξέρεις να γράφεις και να διαβάζεις,·"

"Βέβαια ξέρω. Υπάρχουν μερικοί που ξέρουν". "Οι περισσότεροι όμως δεν ξέρουν. Ούτε κι εγώ ξέρω.

Είναι καλό που ξέρεις να γράφεις και να διαβάζεις, πολύ καλό. Ακόμα και τα μαγικά ρητά μπορεί να σου χρεια¬ σθούν".

Εκείνη τη στιγμή ήρθε τρέχοντας μια υπηρέτρια και ψι¬ θύρισε μια είδηση στο αυτί της κυρίας.

""Εχω επίσκεψη", φώναξε η Καμάλα, "βιάσου και ε-ξαφανίσου, Σιντάρτα, δεν πρέπει να σε δει κανένας εδώ, κατάλαβε το! Αύριο θα σε ξαναδώ".

- 5 1 -

Page 26: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Διέταξε όμως την υπηρέτρια να δώσει στον ευσεβή βραχμάνο ένα άσπρο ρούχο. Χωρίς να ξέρει πώς, είδε ο Σιντάρτα την υπηρέτρια να τον τραβά έξω, να τον πηγαίνει παράμερα σ' ένα σπίτι στον κήπο, να του δίνει ένα άσπρο ρούχο, να τον οδηγεί στους θάμνους και να τον συμβου­λεύει να εξαφανιστεί γρήγορα από το άλσος χωρίς να τον δουν.

Ευχαριστημένος έκανε αυτά που του είχε πει. Συνηθι¬ σμένος από το δάσος, βγήκε αθόρυβα και πήδηξε το φρά¬ χτη του άλσους. Ευχαριστημένος επέστρεψε στην πόλη κρατώντας κάτω από το μπράτσο του το τυλιγμένο ρούχο. Στάθηκε στην πόρτα ενός πανδοχείου, που έμεναν ταξι¬ διώτες, ζήτησε ήσυχα φαγητό και πήρε σιωπηλός ένα κομ­μάτι πίττα από ρύζι. Ί σ ω ς αύριο να μην χρειαστεί να παρα¬ καλέσω κανέναν για το φαγητό μου, σκέφτηκε.

Ξαφνικά κάτι έλαμψε περήφανα μέσα του. Δεν ήταν πια σαμάνος, δεν του ταίριαζε πια να ζητιανεύει. 'Ερριξε την πίττα σ' ένα σκύλο κι έμεινε χωρίς τροφή.

"Είναι απλή η ζωή σ' αυτόν τον κόσμο", σκέφτηκε ο Σιντάρτα. "Δεν έχει καμιά δυσκολία. Όταν ήμουν σαμάνος όλα ήταν δύσκολα, κοπιαστικά και στο τέλος χωρίς ελ¬ πίδα. Τώρα όλα είναι εύκολα, σαν το μάθημα των φιλ ιών, που μου έδωσε η Καμάλα. Χρειάζομαι ρούχα και χρήμα¬ τα, τίποτα άλλο, και αυτά είναι κοντινοί στόχοι, που δεν ταράζουν τον ύπνο". Μετά από καιρό έμαθε το σπίτι της Καμάλα στην πόλη και πήγε εκεί την επόμενη μέρα.

" Ό λ α πάνε καλά", του φώναξε εκείνη από την άλλη πλευρά. "Σε περιμένει ο Καμασβάμι, ο πιο πλούσιος έμπο¬ ρος σ' αυτή την πόλη. Αν του αρέσεις, θα σε πάρει στην υ¬ πηρεσία του. Είσαι έξυπνος, μελαχρινέ σαμάνε. Τον άφη¬ σα να μάθει από άλλους για σένα. Να είσαι φιλικός μαζί του, έχει μεγάλη δύναμη. Αλλά να μην είσαι μετριόφρο-νας! Δε θέλω να γίνεις υπηρέτης του, πρέπει να γίνεις ό¬ μοιος του, αλλιώς δε θα είμαι ευχαριστημένη από σένα. Ο Καμασβάμι αρχίζει να γίνεται γέρος και νωθρός. Αν του α¬ ρέσεις, θα έχεις όλη την εμπιστοσύνη του" .

Ο Σιντάρτα την ευχαρίστησε με χαμόγελο, και όταναυ-

τή έμαθε ότι χθες και σήμερα δεν είχε φάει τίποτα έκανε νόημα να του φέρουν ψωμ'ι και φρούτα και του πρόσφε¬ ρε.

"Έχεις τύχη" του είπε όταν την αποχαιρετούσε. Η μια πόρτα ανοίγει μετά την άλλη μπροστά σου. Πώς γίνεται αυτό; Έχεις κάτι μαγικό πάνω σου,·"

Ο Σιντάρτα είπε: "Χθες σου είπα ότι ξέρω να σκέφτομαι, να περιμένω και να νηστεύω, εσύ όμως βρήκες ότι αυτά δεν ωφελούν σε τίποτα. Ωφελούν όμως, και πολύ μάλι­στα, Καμάλα, θα το δεις. Θα δεις ότι οι ανόητοι σαμάνες στο δάσος μαθαίνουν και μπορούν πολλά ωραία πράγματα, τα οποία εσείς δεν μπορείτε. Προχθές ακόμα ήμουν ανα¬ μαλλιασμένος ζητιάνος, χθες φίλησα την Καμάλα και σύν¬ τομα θα γίνω ένας έμπορος και θα έχω χρήματα και όλα τα πράγματα που εσύ μετράς στον κόσμο".

"Τώρα μάλιστα", είπε αυτή. "Αλλά τί θα γινόσουν χω¬ ρίς εμένα, τι θα γινόσουν αν η Καμάλα δε σε βοηθούσε;"

"Αγαπημένη Καμάλα", είπε ο Σιντάρτα ορθώνοντας το ανάστημα του. "Όταν σε βρήκα στο άλσος, έκανα εγώ το πρώτο βήμα. Η πρόθεση μου ήταν να μάθω τον έρωτα από αυτή την ωραιότατη κυρία. Από τη στιγμή που πήρα αυτή την απόφαση, ήξερα ότι θα την πραγματοποιούσα. Ήξε¬ ρα ότι θα με βοηθούσες, το ήξερα από το πρώτο κιόλας βλέμμα σου στην είσοδο του άλσους".

"Κι αν δεν είχα θελήσει να σε βοηθήσω,·" "Θέλησες. Δες Καμάλα: όταν πετάς μια πέτρα μέσα στο

νερό, αυτή κατεβαίνει στον πάτο από τον πιο σύντομο δρό¬ μο. Είναι το ίδιο όταν ο Σιντάρτα βάλει ένα στόχο ή έχει μια πρόθεση. Ο Σιντάρτα δεν κάνει τίποτα, περιμένει, σκέ¬ φτεται, νηστεύει, αλλά περνάει μέσα από τα πράγματα του κόσμου όπως μια πέτρα μέσα από το νερό, χωρίς να κά¬ νει τίποτα, χωρίς να ανησυχεί, κάτι τον τραβάει, αφήνεται να πέσει. Τον απορροφά ο στόχος του, δεν μπαίνει τίποτα στην ψυχή του που θα μπορούσε να τον αποσπάσει. Αυ¬ τό είναι που οι ανόητοι ονομάζουν μαγεία και πιστεύουν ότι είναι έργο των δαιμόνων. Δεν είναι όμως έργο των δαιμόνων, δεν υπάρχουν δαίμονες. Ο καθένας μπορεί να

- 5 2 - - 5 3 -

Page 27: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ

μαγέψει, ο καθένας μπορεί να πετύχει το στόχο του όταν ξέρει να σκέφτεται, να περιμένει και να νηστεύει".

Η Καμάλα τον άκουγε. Της άρεζε η φωνή του, αγαπού­σε το βλέμμα των ματιών του.

" Ι σ ω ς είναι έτσι, όπως τα λες, φίλε" είπε σιγά. " Ισως όμως είναι αλήθεια ότι ο Σιντάρτα είναι ένας ωραίος νέος, που το βλέμμα του αρέσει στις γυναίκες και γΓ αυτό η τύ¬ χη τον ακολουθεί".

Ο Σιντάρτα την αποχαιρέτησε μ* ένα φιλί. "Μακάρι να είναι έτσι, δασκάλα μου. Μακάρι να σ' α¬

ρέσει πάντα το βλέμμα μου, μακάρι πάντα η τύχη να με κυνηγάει".

ΜΕ Τ Ο Υ Σ Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Υ Σ - Π Α Ι Δ Ι Α

Ο Σιντάρτα πήγε στον έμπορο Καμασβάμι. Τον δέχτηκε σ" ένα πλούσιο σπίτι όπου οι υπηρέτες τον οδήγησαν μέ¬ σα από δωμάτια με ακριβά χαλιά, εκεί όπου θα περίμενε τον οικοδεσπότη.

Ο Καμασβάμι μπήκε. Ήταν ένας σβέλτος, ευλύγιστος άνδρας με μαλλιά που είχαν αρχίσει απότομα να ασπρί¬ ζουν, με βλέμμα πανέξυπνο και προσεχτικό και με στόμα φυλήδονο. Ο οικοδεσπότης και ο επισκέπτης χαιρετήθη¬ καν φιλ ικά.

"Μου είπαν ότι είσαι βραχμάνος", άρχισε να λέει ο έμπο¬ ρος, "ένας μορφωμένος, και ότι ζητάς να μπεις στην υπη¬ ρεσία ενός εμπόρου. Βρίσκεσαι λοιπόν σε ανάγκη, βραχ-μάνε, και ψάχνεις για δουλειά,·"

" Ό χ ι " , είπε ο Σιντάρτα, " δε βρίσκομαι σε ανάγκη και δε βρέθηκα ποτέ σε ανάγκη. Μάθε, ότι έρχομαι από τους σα-μάνες και ότι έζησα πολύ καιρό μαζί τους".

"Αν έρχεσαι από τους σαμάνες, πώς μπορεί να μη βρί¬ σκεσαι σε ανάγκη; Δεν είναι οι σαμάνες ακτήμονες,·"

"Είμαι ακτήμονας", είπε ο Σιντάρτα, "αν αυτό εννοείς. Πράγματι, δεν έχω τίποτα. Αυτό όμως συμβαίνει με τη θέ­ληση μου, γ ι ' αυτό και δε βρίσκομαι σε ανάγκη".

"Πώς λοιπόν θέλεις να ζήσεις, αφού δεν έχεις τίποτα,·" "Δεν το σκέφτηκα αυτό ακόμα, κύριε. Για πάνω από

τρία χρόνια δεν είχα τίποτα και ποτέ δε σκέφτηκα πώς μπορώ να ζήσω".

"Ζούσες λοιπόν από την περιουσία των άλλων". "Εχεις πιθανώς δίκιο. Αλλά και ο έμπορος ζει από τα υ-

- 5 4 - - 5 5 -

Page 28: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

πάρχοντα των άλλων". "Είναι σωστό αυτό που λες. Όμως δεν παίρνει τα υπάρ­

χοντα των άλλων δωρεάν αλλά τους δίνει τα εμπορεύμα­τα του" .

"Έτσι φαίνεται ότι συμβαίνει στην πράξη. Ο καθένας παίρνει και δίνει, έτσι είν' η ζωή" .

"Με την άδεια σου, όμως. Αν δεν έχεις τίποτα, πώς θέ­λεις να δώσεις,·"

"Ο καθένας δίνει αυτό που έχει. Ο πολεμιστής δίνει δύ¬ ναμη, ο έμπορος εμπορεύματα, ο δάσκαλος γνώση,ο γε­ωργός ρύζι και ο ψαράς ψάρι".

"Πολύ σωστά. Και τί είναι αυτό που έχεις να δώσεις ε­σύ; Τί είναι αυτό που έχεις μάθει, αυτό που ξέρεις,·"

"Ξέρω να σκέφτομαι, ξέρω να περιμένω, ξέρω να νη¬ στεύω"

"Αυτό είναι όλο;" "Νομίζω, αυτό είναι όλο" . "Και τί χρησιμεύουν αυτά; Η νηστεία, για παράδειγμα,

σε τί οφελεί;" "Είναι πολύ καλή, κύριε. Όταν ένας άνθρωπος δεν έχει

να φάει, τότε η νηστεία είναι το πιο έξυπνο που μπορεί να κάνει. Αν, λόγου χάρη, ο Σιντάρτα δεν είχε μάθει να νη¬ στεύει, θα έπρεπε σήμερα να αναλάβει μια οποιαδήποτε υπηρεσία, σε σένα ή οπουδήποτε αλλού, γιατί θα τον πίεζε η πείνα. Τώρα όμως ο Σιντάρτα μπορεί να περιμένει ή¬ συχος, δε γνωρίζει ανυπομονησία, δε βρίσκεται σε απελ¬ πιστική θέση, μπορεί ν' αφήσει την πείνα να τον κυριέψει μέρες ολόκληρες και μπορεί να γελάει μ' αυτό. ΓΓ αυτό, κύριε, είναι καλή η νηστεία".

"Έχεις δίκιο, σαμάνε. Περίμενε ένα λεπτό". Ο Καμασβάμι πήγε μέσα και γύρισε με έναν κύλινδρο

χαρτιού, τον έδωσε στον επισκέπτη του και τον ρώτησε: "Μπορείς να το διαβάσεις,·"

Ο Σιντάρτα παρατήρησε τον κύλινδρο στον οποίο είχε καταγραφεί ένα εμπορικό συμβόλαιο και άρχισε να διαβά¬ ζει το περιεχόμενο του.

"Έξοχα" ,ε ίπε ο Καμασβάμι. "Και θέλεις να μου γράψεις

κάτι σ' αυτό το φύλλο; " Του έδωσε ένα φύλλο και ένα κονδύλι, ο Σιντάρτα έ¬

γραψε κάτι και του έδωσε πίσω το φύλλο. Ο Καμασβάμι διάβασε: "Το να γράψεις είναι καλό, το να

σκέφτεσαι καλύτερο. Η εξυπνάδα είναι καλή, η υπομονή καλύτερη".

"Τα καταφέρνεις έξοχα στο γράψιμο", τον επαίνεσε ο έμπορος. "Έχουμε να συζητήσουμε μερικά πράγματα ακό¬ μα εμείς οι δυο. Από σήμερα είσαι φιλοξενούμενος μου και σε παρακαλώ να παραμείνεις σ' αυτό το σπίτι".

Ο Σιντάρτα τον ευχαρίστησε και δέχτηκε, και τώρα μέ¬ νει στο σπίτι του εμπόρου. Του έφεραν ρούχα και πα¬ πούτσια και ένας υπηρέτης του ετοίμαζε κάθε μέρα το λου¬ τρό. Δυο φορές τη μέρα σέρβιραν πλούσιο γεύμα, ο Σιν-τάρτα όμως έτρωγε τη μια μόνο φορά και ποτέ δεν έβαζε στο στόμα του κρέας ούτε έπινε κρασί. Ο Καμασβάμι του μιλούσε για τις εμπορικές του υποθέσεις, του έδειχνε ε¬ μπορεύματα και μαγαζιά, του έδειχνε λογαριασμούς. Ο Σιντάρτα έμαθε πολλά καινούργια πράγματα, άκουγε πολύ αλλά μιλούσε λίγο. Και έχοντας στο μυαλό του τα λόγια της Καμάλα, δεν υποτάχθηκε ποτέ στον έμπορο, τον ανάγ¬ κασε να του φέρεται σαν όμοιο του, και ακόμα περισσότε­ρο από όμοιο του. Ο Καμασβάμι ταχτοποιούσε τις υποθέ¬ σεις του με φροντίδα και συχνά με εμπάθεια, ο Σιντάρτα ό¬ μως τα έβλεπε όλα αυτά σαν ένα παιγνίδι, του οποίου τους κανόνες προσπαθούσε να μάθει με ακρίβεια, το περιοχόμε-νό του όμως δεν τάραζε την καρδιά του.

Δεν ήταν πολύ καιρό στο σπίτι του Καμασβάμι, όταν άρχισε να παίρνει μέρος στις εμπορικές υποθέσεις του οι¬ κοδεσπότη του. Και κάθε μέρα επισκεπτόταν την όμορφη Καμάλα, την ώρα που του όριζε αυτή, ντυμένος με ωραία ρούχα και κομψά παπούτσια και σύντομα άρχισε να της φέρνει και δώρα. Πολλά του έμαθε το κόκκινο, έξυπνο στόμα της. Πολλά του έμαθαν τα λεπτά, ευλύγιστα χέρια της.

Αυτός, που ήταν άπειρος σαν παιδί στον έρωτα και που κινδύνευε να ριχτεί στα τυφλά και αχόρταγα στις απολαύ-

- 5 6 - - 5 7 -

Page 29: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

σεις, σαν να μην είχε πια έδαφος κάτω από τα πόδια του, έμαθε από την Καμάλα, ότι στον έρωτα δεν πρέπει να παίρ­νεις χωρίς να δίνεις και ότι κάθε χειρονομία, κάθε χάδι , κάθε επαφή, κάθε βλέμμα, κάθε σημείο του σώματος, ακό¬ μα και το πιο μικρό έχει το μυστικό του και αυτός που το γνωρίζει και καταφέρνει να το ξυπνήσει, κερδίζει την ευτυ­χία. Του έμαθε ότι οι εραστές δεν πρέπει να χωρίζονται με¬ τά τη φωτιά του έρωτα χωρίς να θαυμάσουν ο ένας τον άλλο, ότι πρέπει ο καθένας να έχει την εντύπωση ότι νική¬ θηκε, στο μέτρο που νίκησε κι ο ίδιος, ώστε να μή νιώσει κανένας από τους δυο χορτασμένος ή έρημος, ούτε να γεν¬ νηθεί το άσχημο αίσθημα ότι χρησιμοποίησε ή χρησιμο¬ ποιήθηκε από τον άλλο. Υπέροχες ώρες περνούσε κοντά στην όμορφη και έξυπνη μαστόρισσα, γινόταν μαθητής της, εραστής της, φίλος της. Εδώ, στην Καμάλα βρισκόταν ο κόσμος και το νόημα της τωρινής του ζωής, όχι στο εμπό¬ ριο του Καμασβάμι.

Ο έμπορος του ανέθετε το γράψιμο σημαντικών επιστο¬ λών και συνήθιζε να συζητάει μαζί του όλες τις σοβαρές υποθέσεις του. Σύντομα αντυλήφθηκε ότι ο Σιντάρτα κα¬ ταλάβαινε λίγα πράγματα από τις υποθέσεις του ρυζιού και του βαμβακιού, της ναυτιλίας και του εμπορίου. Ο Σιν-τάρτα όμως είχε τύχη και τον ξεπερνούσε, αυτόν, τον έ¬ μπορο, σε αταραξία, ψυχική ηρεμία και στην ικανότητα να ακούει με προσοχή και να διαβάζει τη σκέψη των άλλων. "Αυτός ο βραχμάνος", έλεγε σ' ένα φίλο του, "δεν είναι σωστός έμπορος και ούτε θα γίνει ποτέ, γιατί ποτέ δε δί¬ νεται με την ψυχή του στις εμπορικές υποθέσεις. Αλλά έ¬ χει το μυστικό των ανθρώπων που πετυχαίνουν χωρίς προ¬ σπάθεια- ίσως να γεννήθηκε σε καλό αστερισμό, ίσως να ξέρει μαγικά. Ίσως να το έμαθε στους σαμάνες. Μοιάζει περισσότερο να παίζει με τις υποθέσεις, ποτέ δεν τον α¬ πασχολούν αποκλειστικά, ποτέ δεν τον κυριεύουν, δε φο¬ βάται την αποτυχία ούτε ενδιαφέρεται για τις ζημιές".

Ο φίλος συμβούλεψε τον έμπορο: "Δος του το ένα τρίτο από το κέρδος των υποθέσεων που διαχειρίζεται για σένα και άφησε τον να έχει το Ίδιο μερίδιο και στις ζημιές που

θα σας συμβούν, όταν βέβαια συμβούν. Έτσ ι θα γίνει πιο δραστήριος".

Ο Καμασβάμι ακολούθησε τη συμβουλή. Ο Σιντάρτα ό¬ μως ελάχιστα ενδιαφέρθηκε γι ' αυτά. Όταν είχαν κέρ¬ δος το δεχόταν αδιάφορα και όταν είχαν ζημιές γελούσε και έλεγε: "Κοίτα, αυτή η δουλειά πήγε άσχημα!"

Στην πράξη φαινόταν σαν να τον άφηναν αδιάφορο οι υποθέσεις. Μια φορά ταξίδεψε σ' ένα χωριό για ν' αγορά¬ σει μια μεγάλη ποσότητα ρυζιού. Όταν έφτασε, το ρύζι είχε ήδη πουληθεί σ" έναν άλλο έμπορο. Ο Σιντάρτα ό¬ μως έμεινε μερικές μέρες σ' εκείνο το χωριό , φίλευε τους γεωργούς, χάριζε στα παιδιά τους χάλκινα νομίσματα, γιόρτασε μαζί τους ένα γάμο και γύρισε από το ταξίδι πο¬ λύ ευχαριστημένος. Ο Καμασβάμι τον μάλωσε που δε γύ¬ ρισε αμέσως πίσω και που σπατάλησε χρόνο και χρήματα. Ο Σιντάρτα απάντησε .«"Αφησε τις επιπλήξεις, φίλε μου α­γαπημένε! Κανείς δεν πέτυχε τίποτα με τις επιπλήξεις. Αν ζημιωθήκαμε, άστα όλα πάνω μου. Εγώ είμαι πολύ ευχαρι¬ στημένος απ ' αυτό το ταξίδι. Γνώρισα διαφορετικούς αν­θρώπους, ένας βραχμάνος έγινε φίλος μου,τα παιδιά κάθη-σαν στα γόνατα μου, οι γεωργοί μου έδειξαν τα χωράφια τους, κανένας δε με πέρασε για έμπορο".

"Πολύ ωραία είναι όλα αυτά", φώναξε ο Καμασβάμι α¬ γανακτισμένος, "αλλά, αν σκέφτομαι σωστά, στην πραγμα¬ τικότητα είσαι έμπορος! Ή ταξίδεψες μόνο για τη δική σου διασκέδαση;"

"Μα βέβαια", γέλασε ο Σιντάρτα, "φυσικά ταξίδεψα για τη δική μου ευχαρίστηση, για τί άλλο; Γνώρισα ανθρώπους και τοποθεσίες , χάρηκα την ευγένεια και την εμπιστοσύνη και έκανα φίλους. Δες, αγαπητέ μου, αν ήμουν ο Καμασβά-μι θα γύριζα αμέσως βιαστικός και γεμάτος θυμό μόλις μάθαινα ότι η αγορά μου ματαιώθηκε, και τότε ο χρόνος και τα χρήματα θα πήγαιναν πραγματικά χαμένα. Τώρα ό¬ μως εγώ πέρασα καλά, έμαθα, χάρηκα και δεν έβλαψα με το θυμό και τη βιασύνη μου ούτε τον εαυτό μου ούτε τους άλλους. Και αν κάποτε ξαναπάω εκεί, για ν'αγοράσω Ί¬ σως μια επόμενη συγκομιδή ή για κάποιον άλλο σκοπό.

- 5 8 - - 5 9 -

Page 30: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

θα με υποδεχθούν χαρούμενα και πρόθυμα άνθρωποι φί­λοι και θα επαινέσω τον εαυτό μου που τότε δεν έδειξα βία και δυσαρέσκεια. ΓΓ αυτό λοιπόν, άστα αυτά, φίλε μου, και μη κάνεις κακό στον ευατό σου με τις επιπλήξεις! Όταν θα 'ρθει η μέρα που θα σκεφτείς: αυτός ο Σιντάρ­τα μου κάνει όλο ζημιές, τότε πες μια λέξη μόνο και ο Σιν­τάρτα θα πάρει πάλι το δρόμο του. Μέχρι τότε ας είμαστε ευχαριστημένοι ο ένας από τον άλλο" .

Μάταιες ήταν οι προσπάθειες του εμπόρου να πείσει τον Σιντάρτα ότι τρώει από το δικό του ψωμί - ο Σιντάρτα όμως έτρωγε το δικό του ψωμί και οι δυο μαζί έτρωγαν το ψωμί άλλων, το ψωμί όλων. Ποτέ ο Σιντάρτα δεν έδωσε προσοχή στις σκοτούρες του Καμασβάμι και ο Καμασβάμι είχε πολλές σκοτούρες. Ποτέ δεν μπόρεσε ο Καμασβάμι να πείσει τον συνεταίρο του ότι άξιζε τον κόπο να χάσει και μια λέξη έστω λύπης ή οργής, να κάνει ρυτίδες το μέ¬ τωπο του ή να κοιμηθεί άσχημα, όταν χανόταν μια αποστο¬ λή εμπορευμάτων, όταν δεν μπορούσε να πληρώσει ένας χρεώστης ή όταν μια υπόθερη την απειλούσε η αποτυχία πριν τελειώσει καλά. Όταν κάποτε ο Καμασβάμι του θύ¬ μισε ότι από αυτόν έμαθε όλα όσα ξέρει, ο Σιντάρτα του έδωσε αυτή την απάντηση: "Καλύτερα να μη κάνεις τέ¬ τοια αστεία μαζί μου! Από σένα έμαθα πόσο κοστίζει ένα καλάθι ψάρια και πόσο τόκο μπορεί να παίρνει κανείς ό¬ ταν δανείζει χρήματα. Αυτά δεν είναι γνώσεις. Δεν έμαθα από σένα να σκέφτομαι, ακριβέ μου Καμασβάμι, και θά-ταν προτιμότερο να το μάθεις εσύ αυτό από μένα".

Στην πραγματικότητα η ψυχή του δεν ήταν στο εμπό¬ ριο. Οι εμπορικές συναλλαγές ήταν καλές για να του φέρ¬ νουν χρήματα για την Καμάλα και τού 'διναν πολύ περισ¬ σότερα απ ' όσα χρειαζόταν. Άλλωστε η συμμετοχή και η περιέργεια του Σιντάρτα για τις συναλλαγές περιορίζονταν μόνο στους ανθρώπους, στα επαγγέλματα, τις φροντίδες, τις απολαύσεις και τις ανοησίες, που προηγουμένως του ήταν τόσο ξένα και μακρινά, όσο το φεγγάρι. Κατάφερνε εύκολα να μιλάει με τους άλλους, να ζει μαζί τους, να μα¬ θαίνει απ ' αυτούς· απ'την άλλη μεριά ήξερε ότι υπήρχε

κάτι που τον απομάκρυνε απ ' αυτούς και αυτό ήταν η ζωή του με τους σαμάνες. Έβλεπε τους ανθρώπους να ζουν με τρόπο παιδικό και ζωώδη και άλλοτε την αγαπούσε αυτή τη ζωή και άλλοτε την περιφρονούσε. Τους έβλεπε να μοχ¬ θούν, να υποφέρουν και να γερνούν για πράγματα, που κατά τη γνώμη του ήταν εντελώς ανάξια, για λεφτά, για μικρές απολαύσεις, για μικρές τιμές και τους έβλεπε να προσβάλλουν ο ένας τον άλλο, τους έβλεπε να μοιρολο¬ γούν για πόνους, που θα έκαναν ένα σαμάνο να γελάει, και να υποφέρουν από στερήσεις που ένας σαμάνος δε θα αι¬ σθανόταν καν.

Στεκόταν ανοιχτός σε οτιδήποτε του πρόσφεραν οι άν¬ θρωποι. Ήταν καλοδεχούμενος ο έμπορος που του πρόσ¬ φερε λινάρι, καλοδεχούμενος ο καταχρεωμένος που ζητούσε δάνειο, καλοδεχούμενος ο ζητιάνος που του δι-ηγόταν μια ολόκληρη ώρα την ιστορία της φτώχιας του και που δεν ήταν ούτε στο μισό φτωχότερος από ένα σα-μάνο. Δε φερόταν ο Σιντάρτα διαφορετικά σ' έναν ξένο πλούσιο έμπορο απ ' ότι στον υπηρέτη που τον ξύριζε ή στον μικροπωλητή, που προσπαθούσε να τον ξεγελάσει για ένα μικρό νόμισμα όταν αγόραζε μπανάνες.

Όταν πήγαινε ο Καμασβάμι να παραπονεθεί για τις φροντίδες του ή για να τον μαλώσει για κάποια υπόθεση, τον άκουγε με περιέργεια και προθυμία, απορούσε μαζί του, προσπαθούσε να τον καταλάβει, τον άφηνε να πιστεύ¬ ει πως έχει λίγο δίκιο, όπου ήταν απαραίτητο, και μετά τον άφηνε και στρεφόταν στον επόμενο που τον χρειαζόταν. Και ερχόταν πολλοί σ' αυτόν, άλλοι για να εμπορευθούν μαζί του, άλλοι για να τον εξαπατήσουν, άλλοι για να βολι¬ δοσκοπήσουν, άλλοι για να ζητήσουν την ευσπλαχνία του, άλλοι για να τον συμβουλευθούν. Κι αυτός έδινε συμβου¬ λές, συμπονούσε, έκανε δώρα, άφηνε να τον εξαπατήσουν λίγο και όλο αυτό το παιγνίδι και το πάθος με το οποίο συμμετείχαν σ' αυτό οι άνθρωποι, απασχολούσαν τη σκέ¬ ψη του όπως την είχαν απασχολήσει κάποτε οι θεοί και ο Βράχμαν.

Κάποτε ένιωθε βαθιά στο στήθος του μια σβησμένη.

- 6 0 - - 6 1 -

Page 31: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

αχνή φ ω ν ή , που σιγανά του θύμιζε και παραπονιόταν, τό­σο σιγανά που μόλις την άκουγε. Τότε, για λίγο μόνο, συ­νειδητοποιούσε ότι ζει μια παράξενη ζωή, ότι κάνει πράγ­ματα που είναι καθαρό παιγνίδι, κάποτε βέβαια νιώθει χα¬ ρά, παρ ' όλα αυτά όμως η πραγματική ζωή περνάει από δί¬ πλα του και δεν τον αγγίζει. Ό π ω ς ένας παίχτης παίζει με τη μπάλα του, έτσι έπαιζε με τις υποθέσεις του, με τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του, τους κοίταζε και έβρι¬ σκε το κέφι του. Δε βρισκόταν εκεί με όλη του την καρδιά, με την πηγή της ύπαρξης του. Η πηγή έτρεχε κάπου αλ¬ λού , μακριά α π ' αυτόν, και έτρεχε αόρατη, δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτή τη ζωή. Και μερικές φορές τέτοιες σκέ­ψεις του προκαλούσαν φόβο και ευχόταν να μπορούσε κι αυτός να δοθεί με πάθος και με όλη του την καρδιά στα παιδικά καμώματα της μέρας, να μπορεί να ζει πραγματι¬ κά, να συναλλάσσεται, να χαίρεται και να αντιδρά και όχι να στέκεται παράμερα σαν θεατής.

Και πάντα ξαναγύριζε στην όμορφη Καμάλα, μάθαινε την τέχνη του έρωτα, ασκούσε τη λατρεία της ηδονής, όπου το να δίνεις και να παίρνεις είναι περισσότερο όμοια απ ' οπουδήποτε αλλού. Κουβέντιαζε μαζί της, μάθαινε α π * αυτήν, της έδινε συμβουλές και δεχόταν τις δικές της. Τον καταλάβαινε περισσότερο απ ' όσο τον είχε καταλάβει κάποτε ο Γκοβίντα, του έμοιαζε περισσότερο.

Κάποτε της είπε: "Είσαι σαν εμένα, είσαι διαφορετική από τους άλλους ανθρώπους. Είσαι η Καμάλα, τίποτε άλλο, και μέσα σου υπάρχει γαλήνη και σιγουριά και μπο¬ ρείς ν" αποτραβιέσαι κάθε ώρα και να νιώθεις άνετα, ό¬ πως μπορώ κι εγώ. Λίγοι άνθρωποι το έχουν αυτό, αν και θα μπορούσαν όλοι να το πετύχουν".

"Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έξυπνοι", είπε η Καμάλα. " Ό χ ι " , είπε ο Σιντάρτα, "δεν εξαρτάται απ" αυτό. Και

ο Καμασβάμι είναι έξυπνος σαν κι εμένα και όμως δε νιώ¬ θει μέσα του σιγουριά. "Αλλοι την έχουν αν και έχουν μυαλό μικρού παιδιού. Οι περισσότεροι άνθρωποι, Καμά-λα, είναι σαν ένα φύλλο που πέφτει καθώς το φυσάει και το στροβυΥιζει ο αέρας. "Αλλοι όμως, οι λ ίγοι , είναι σαν τ'

αστέρια, πηγαίνουν μια σταθερή τροχιά, κανένας άνεμος δεν τα φτάνει και έχουν μέσα τους χαραγμένο το νόμο και την πορεία τους. Ανάμεσα σ" όλους τους σοφούς και τους σαμάνες, κι εγώ γνώρισα πολλούς απ ' αυτούς, ένας μόνο ήταν έτσι, ο Τέλειος, που δεν μπορώ να ξεχάσω. Είναι ε¬ κείνος ο Γκοτάμα, ο Έ ξ ο χ ο ς , ο κήρυκας εκείνης της διδα­σκαλίας. Χιλιάδες μαθητές ακούν κάθε μέρα τη διδασκα¬ λία του, ακολουθούν κάθε ώρα το παράδειγμα του, αλλά όλοι είναι σαν τα φύλλα που πέφτουν, δεν έχουν μέσα τους τη διδασκαλία και το νόμο" .

Η Καμάλα τον πρόσεχε χαμογελώντας. "Πάλι μιλάς γι ' αυτόν", είπε, "πάλι σκέφτεσι σαν σαμάνος".

Ο Σιντάρτα σώπασε κι έπαιξαν το παιχνίδι του έρωτα, με έναν από τους τριάντα ή σαράντα διαφορετικούς τρό¬ πους, που ήξερε η Καμάλα. Το κορμί της ήταν ευλύγι¬ στο σαν του ιαγουάρου και σαν το τόξο του κυνηγού. Όπο ιος μάθαινε απ ' αυτή τον έρωτα, μάθαινε πολλές απο¬ λαύσεις και πολλά μυστικό. "Επαιξε ώρα με τον Σιντάρτα, τον τραβούσε και τον έδιωχνε, τον βίαζε και τον τύλιγε, χαιρόταν τη μαστοριά του, μέχρι που εκείνος νικήθηκε και εξαντλημένος ησύχασε πλάι της.

"Είσαι ο καλύτερος εραστής που είχα", του είπε σκεπτι¬ κή. "Είσαι δυνατότερος από άλλους, πιο ευλύγιστος και πιο πρόθυμος. Έμαθες καλά την τέχνη μου, Σιντάρτα. Κά¬ ποτε, όταν θα γίνω μεγαλύτερη, θέλω να κάνω ένα παιδί με σένα. Εσύ όμως αγαπημένε, έμεινες σαμάνος και δε μ' αγαπάς, δεν αγαπάς κανέναν άνθρωπο. Δεν είναι έτσι;"

"Μπορεί νάναι έτσι", είπε ο Σιντάρτα κουρασμένος. "Είμαι σαν εσένα, κι εσύ δεν αγαπάς κανέναν —πώς αλλιώς θα μπορούσες να έχεις τέχνη τον έρωτα; Ί σ ω ς οι άνθρω¬ ποι του είδους μας να μην μπορούν να αγαπήσουν. Αυτό το μπορούν οι άνθρωποι — παιδιά κι αυτό είναι το μυστικό τους".

- 6 2 - - 6 3 -

Page 32: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Σ Α Ν Σ Α Ρ Α

Για πολύ καιρό έζησε ο Σιντάρτα τη ζωή του κόσμου και των απολαύσεων, χωρίς όμως να ανήκει σ' αυτήν. Οι αισθήσεις του, που είχαν νεκρωθεί τα χρόνια που ήταν σαμάνος, ξύπνησαν πάλι . Δοκίμασε τον πλούτο, έγινε φι­λήδονος, απόκτησε δύναμη. Παρ" όλα αυτά για ένα μεγάλο διάστημα παρέμεινε στην ψυχή του σαμάνος, αυτό σωστά το κατάλαβε η όμορφη Καμάλα. Πάντα, ακόμα και τώρα, τη ζωή του την οδηγούσαν η τέχνη της σκέψης, της προ¬ σμονής και της νηστείας και οι άνθρωποι του κόσμου, οι άνθρωποι — παιδιά, του ήταν ξένοι και αυτός ξένος γι* αυτούς.

Τα χρόνια κυλούσαν, ο Σιντάρτα όμως μόλις ένιωθε το πέρασμα τους χωμένος στην καλοπέραση. Είχε γίνει πλού¬ σιος και εδώ και καιρό έμενε σε δικό του σπίτι, με δικό του προσωπικό, με κήπο, έξω από την πόλη , στον ποταμό. Οι άνθρωποι πήγαιναν ευχάριστα σ' αυτόν, όταν χρειάζονταν χρήματα ή συμβουλές, κανένας όμως δεν έμενε κοντά του, παρά μόνο η Καμάλα.

Εκείνη η υψηλή, φωτεινή αίσθηση του ξυπνήματος, που ένιωσε κάποτε στην ακμή της νιότης του, τις μέρες μετά το κήρυγμα του Γκοτάμα και το χωρισμό του από τον Γκοβίντα, εκείνη η έντονη αναμονή, εκείνη η περήφανη μο¬ ναξιά χωρίς δασκάλους και χωρίς διδασκαλίες, εκείνη η ευλύγιστη προθυμία να ακούσει τη θεϊκή φωνή στην Ίδια την καρδιά του, είχαν γίνει βαθμιαία μια ανάμνηση, κάτι παροδικό. Μακρινή και σιγανή ηχούσε η ιερή πηγή, που κάποτε ήταν τόσο κοντά, που κάποτε ακουγόταν μέσα

του. Πολλά από αυτά που έμαθε από τους σαμάνες, από τον Γκοτάμα, από τον πατέρα του, από τους βραχμάνες, πολλά από αυτά έμειναν ζωντανά μέσα του για πολύ καιρό: η εγκράτεια, η αγάπη για τη σκέψη, οι ώρες της περισυλ¬ λογής, η μυστική γνώση του εαυτού του, του αιώνιου Ε¬ γώ, που δεν είναι ούτε σώμα ούτε συνείδηση. Μερικά από αυτά έμειναν μέσα του, όμως το ένα μετά το άλλο βυθί¬ ζονταν και τα σκέπαζε η σκόνη. Όπως ο δίσκος του κερα¬ μέα ύστερα από ένα μόνο σπρώξιμο, στρέφεται για ώρα και σιγά σιγά κουράζεται και σταματάει, έτσι και στην ψυ¬ χή του Σιντάρτα στρέφονταν ο τροχός της ασκητείας, ο τροχός της σκέψης, ο τροχός της διάκρισης, στρέφονταν ακόμα αλλά τόσο αργά και διστακτικά που κόντευαν να σταματήσουν. Αργά, όπως η υγρασία που εισχωρεί στο δένδρο που πεθαίνει και σιγά σιγά το γεμίζει και το σαπί¬ ζει, εισχώρησαν στην ψυχή του Σιντάρτα ο κόσμος και η νωθρότητα, την κατέλαβαν σιγά σιγά και τη βάρυναν, την κούρασαν, τη νάρκωσαν. Αντί γ ι ' αυτή, ζωντάνευαν οι αισθήσεις του, πολύμαθες και πολύπειρες.

Ο Σιντάρτα είχε μάθει να εμπορεύεται, να εξασκεί πίεση στους ανθρώπους, να διασκεδάζει με τις γυναίκες. Έμαθε να φοράει ωραία ρούχα, να διατάζει υπηρέτες και να πλέ¬ νεται με μυρωμένα νερά. Έμαθε να τρώει φαγητά φτιαγ¬ μένα με προσοχή και φροντίδα, ακόμα και ψάρι και κρέας και πουλερικά και μπαχαρικά κα γλυκίσματα, και έμαθε να πίνει και κρασί, που φέρνει ζάλη και λησμονιά. Έμα¬ θε να παίζει ζάρια και σκάκι, να κοιτάζει τις χορεύτριες, να τον κουβαλάνε με το φορείο και να κοιμάται σε μαλακό κρεβάτι. Πάντα όμως ένιωθε διαφορετικός και ανώτερος από τους άλλους, τους έβλεπε πάντα με μια μικρή ειρωνεί¬ α, με μια σαρκαστική περιφρόνηση, με εκείνη την περιφρό¬ νηση που νιώθει πάντα ο σαμάνος για τους ανθρώπους του κόσμου. Όταν ο Καμασβάμι ήταν άρρωστος, όταν ήταν θυμωμένος, όταν αισθανόταν προσβεβλημένος, όταν τον βασάνιζαν οι έγνοιες του για το εμπόριο, πάντα ο Σιντάρ-τα τον έβλεπε ειρωνικά. Μόνο που σιγά σιγά και ανεπαί¬ σθητα, καθώς περνούσαν οι εποχές του θερισμού και οι

- 6 4 - - 6 5 -

Page 33: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

εποχές των βροχών, η ειρωνεία του κόπαζε και η ανωτερό­τητα του σώπαινε. Σιγά σιγά, μαζί με τα πλούτη του που διαρκώς αυξάνονταν, απόχτησε κι ο ίδιος ο Σιντάρτα κάτι από τους τρόπους των ανθρώπων — παιδιών, κάτι από την αφέλεια και τη δειλία τους. Και όμως τους φθονούσε, και όσο περισσότερο τους έμοιαζε τόσο περισσότερο τους φθονούσε. Τους φθονούσε γ ι * αυτό το ένα που είχαν αυτοί και που έλειπε α π ' αυτόν, για τη σπουδαιότητα που έδιναν στη ζωή τους, για την εμπάθεια των χαρών και των φόβων τους, για την επίφοβη αλλά γλυκιά ευτυχία των ατέλειω¬ των ερώτων τους. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν συνέχεια ερωτευμένοι, με τους εαυτούς τους, με τις γυναίκες, με τα παιδιά τους, με την τιμή ή το χρήμα, με σχέδια ή με ελπί¬ δες. Αυτός όμως δεν το έμαθε α π ' αυτούς, αυτό δεν το έμαθε, αυτή την παιδική χαρά και ανοησία. Έ μ α θ ε από αυτούς τα δυσάρεστα, αυτά που ο ίδιος περιφρονούσε. Του συνέβαινε όλο και συχνότερα να μένει ξαπλωμένος μέ¬ χρι αργά το πρωί μετά από ένα βραδινό τραπέζι και να αισ¬ θάνεται ανόητος και κουρασμένος. Εκνευριζόταν και ένιω¬ θε ανυπομονησία, όταν ο Καμασβάμι τον έκανε να βαριέται με τις έγνοιες του. Τύχαινε να γελάει πολύ δυνατά όταν έ¬ χανε στο παιχνίδι των ζαριών. Το πρόσωπο του ήταν πάντα εξυπνότερο και το πνεύμα του πιο ανήσυχο από των άλ¬ λων, αλλά γελούσε σπάνια και έκανε τον έναν ή τον άλλο μορφασμό, που συναντάει κανείς στα πρόσωπα των πλου¬ σίων: του ανικανοποίητου, της νοσηρότητας-, της δυσαρέ¬ σκειας, της νωθρότητας, της έλλειψης αγάπης. Σιγά σιγά τον κυρίεψε η ψυχική αρρώστια των πλουσίων.

Σαν πέπλο, σαν αραιή ομίχλη καταλάγιαζε η κούραση πάνω στον Σιντάρτα, σιγά σιγά, κάθε μέρα πιο πυκνή, κάθε μήνα πιο θολή, κάθε χρόνο πιο βαριά. 'Οπως ένα και¬ νούργιο φόρεμα παλιώνει με τον καιρό, χάνει τα όμορφα χρώματα του, αποκτάει λεκέδες, αποκτάει τραβήγματα στις άκρες και αρχίζει να ξεφτάει εδώ κι εκεί, έτσι ήταν η καινούργια ζωή του Σιντάρτα, που άρχισε μετά τον αποχω¬ ρισμό του από τον Γκοβίντα. Γερνούσε και καθώς περνού¬ σαν τα χρόνια έχανε το χρώμα και τη λάμψη της, μαζεύ-

ονταν ρυτίδες και στίγματα και κρυμμένη βαθιά, προβάλ¬ λοντας κιόλας απαίσια εδώ κι εκεί, περίμενε η απογοή¬ τευση και η αηδία. Ο Σιντάρτα δεν το πρόσεξε. Πρόσεξε μόνο ότι εκείνη η φωτεινή και σίγουρη φωνή του εαυτού του, που κάποτε είχε ξυπνήσει μέσα του και που τον οδη¬ γούσε στις λαμπρές στιγμές του, είχε σωπάσει. Τον είχαν συλλάβει ο κόσμος, οι απολαύσεις, η πλεονεξί¬

α, η νωθρότητα και τελευταία εκείνο ακόμα το ελάττωμα, που πάντα περιφρονούσε και κορόιδευε σαν το πιο ανόητο: η απληστία. Ακόμα και η ιδιοκτησία, τα κτήματα και ο πλούτος τον είχαν κυριεύσει, δεν ήταν πια γ ι " αυτόν παι¬ χνίδι ή κάτι ανάξιο λόγου, είχαν γίνει αλυσίδα και βάρος. Με κάποιο παράξενο και πονηρό τρόπο γνώρισε ο Σιντάρ-τα την έσχατη και πιο προσβλητική εξάρτηση στο παιχνί¬ δι των ζαριών. Από τότε δηλαδή που σταμάτησε να είναι σαμάνος στην ψυχή, άρχισε να παίζει σε χρήματα και πο¬ λύτιμα αντικείμενα το παιχνίδι που άλλοτε έπαιζε χαμο¬ γελώντας και αδιάφορα και θεωρούσε συνήθεια των αν-θρώπων-πα ιδ ιών : τώρα όμως έπαιζε με λύσσα και πάθος.

Ή τ α ν επικίνδυνος παίχτης, λίγοι τολμούσαν να παίξουν μαζί του, τόσο ψηλά και προκλητικά ήταν τα ποσά που έπαιζε. Επαιζε το παιχνίδι από ανάγκη της καρδιάς του, το χάσιμο και η σπατάλη των ελεεινών χρημάτων τον γέ¬ μιζε με μια οργισμένη χαρά. Με κανέναν άλλο τρόπο δεν μπορούσε να δείξει την περιφρόνηση του στα πλούτη και στη λατρεία των εμπόρων γ ι ' αυτά πιο φανερό και πιο κο¬ ροϊδευτικά. Έτσ ι έπαιζε ανοιχτά και ανελέητα, μισώντας τον εαυτό του και χλευάζοντας τον κέρδιζε κι έχανε χυλιά-δες, έχανε χρήματα, έχανε πολύτιμα αντικείμενα, έχασε ένα εξοχικό σπίτι, και πάλι κέρδιζε και πάλι έχανε. Κάθε φόβο, κάθε τρομερό και στενάχωρο φόβο που ένιωθε ό¬ ταν έρριχνε τα ζάρια ή όταν έπαιζε μεγάλα ποσά, κάθε τέ¬ τοιο φόβο αγαπούσε και ζητούσε πάντα να ανανεώνει, πά¬ ντα να αυξάνει και πάντα να τον ερεθίζει περισσότερο, για¬ τί αυτό μόνο το συναίσθημα του έδινε κάποια ευτυχία, κά¬ ποια μέθη, κάποιο εντονότερο αίσθημα στη δικιά του χορ¬ τασμένη, πληκτική, ανούσια ζωή. Και μετά από κάθε μεγά-

- 6 6 - - 6 7 -

Page 34: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

λο χάσιμο επιδίωκε καινούργιο πλούτο, καταγινόταν ακό­μα πιο δραστήρια με το εμπόριο, πίεζε ακόμα περισσότερο αυτούς που του χρωστούσαν να πληρώσουν, και μετά ήθε­λε να ξαναπαίξει, ήθελε να σπαταλήσει πάλι τον πλούτο, να του δείξει πάλι την περιφρόνηση του. Ο Σιντάρτα έχανε την ηρεμία του καθώς έχανε στα ζάρια, έχανε την καλωσύ-νη του προς τους ζητιάνους, έχανε την υπομονή του με τους καθυστερημένους οφειλέτες του, έχανε τη διάθεση να δανείζει και να χαρίζει χρήματα σ'αυτούς που του ζη¬ τούσαν. Αυτός, που με ένα ζάρι έχανε δεκάδες χιλιάδες και γελούσε μ αυτό, έγινε στο εμπόριο πιο σκληρός και πιο μικροπρεπής και μερικές φορές έβλεπε στον ύπνο του χρήματα! Και κάθε φορά που ξυπνούσε από αυτή την απαί¬ σια μαγεία, κάθε φορά που έβλεπε στον τοίχο του υπνοδω¬ ματίου τον καθρέφτη και μέσα σ'αυτόν το πρόσωπο του πιο γερασμένο και πιο άσχημο, κάθε φορά τον πλημμύ¬ ριζαν ντροπή και αηδία, αλλά κάθε φορά ξέφευγε, ξέφευ¬ γε στα τυχερά παιχνίδια, στη νάρκωση της λαγνείας, του κρασιού, και από κει πίσω πάλι, στην ορμή του πλήθους και του κέρδους. Σ αυτόν τον παράλογο κύκλο έτρεχε κουρασμένος, γερασμένος, άρρωστος.

Τότε τον συμβούλεψε ένα όνειρο. Ήταν κατά το βρα¬ δάκι στης Καμάλα, στον όμορφο κήπο των απολαύσεων. Είχαν καθήσει κάτω από τα δέντρα και συζητώντας, η Κα-μάλα είχε πει λόγια σκεφτικά, λόγια που έκρυβαν θλίψη και κούραση. Τον είχε παρακαλέσει να της διηγηθεί για τον Γκοτάμα και δε χόρταινε να ακούει γι αυτόν, πόσο κα¬ θαρό ήταν το βλέμμα του, πόσο ήρεμο και όμορφο το στό¬ μα του, πόσο ευγενικό το χαμόγελο του, πόσο ειρηνικό το βήμα του. Αναγκάστηκε να της μιλήσει πολλή ώρα για τον υπέροχο Βούδα και η Καμάλα αναστέναξε και είπε:

"Κάποτε, Ίσως σύντομα, θα ακολουθήσω κι εγώ αυτόν τον Βούδα. Θα του χαρίσω τον κήπο μου και θα προσφύ¬ γω στη διδασκαλία του . "

Την ίδια όμως στιγμή τον ξεσήκωσε και δέθηκε μαζί του στο παιχνίδι του έρωτα με θλιβερή κατάνυξη, με δαγ-κώματα και δάκρυα, σαν να ήθελε να στραγγίξει για μια

ακόμη φορά τις τελευταίες γλυκές σταγόνες από αυτή την ευφήμερη, παροδική ηδονή. Ποτέ πριν δεν είχε καταλάβει ο Σιντάρτα πόσο κοντά στην ηδονή βρίσκεται ο θάνατος. ' Υστερα ξάπλωσε στο πλευρό της και το πρόσωπο της Καμάλα βρέθηκε κοντά στο δικό του και κάτω από τα μά¬ τια της και στις άκρες του στόματος της διέκρινε καθαρό¬ τερα από κάθε άλλη φορά ένα αχνό σημάδι, ένα σημάδι από λεπτές γραμμές σαν απαλές χαρακιές, ένα σημάδι που θύ¬ μιζε το φθινόπωρο και τα γηρατειά. Μα κι ο ίδιος ο Σι-ντάρτα, που πλησίαζε πια τα σαράντα, ε'ιχε προσέξει πως τα μαύρα του μαλλιά είχαν αρχίσει εδώ κι εκεί να ασ¬ πρίζουν. Η κούραση ήταν ζωγραφισμένη στο όμορφο πρό¬ σωπο της Καμάλα, είχε αρχίσει να μαραίνεται και έκρυβε, αν και δεν το έλεγε, και κάποιον απροσδιόριστο φόβο: φό¬ βο για τα γηρατειά, φόβο για το φθινόπωρο, φόβο για τον αναπόφευκτο θάνατο. Την αποχαιρέτησε αναστενάζοντας, με καρδιά γεμάτη δυσαρέσκεια και κρυφό φόβο.

Ο Σιντάρτα πέρασε κατόπιν το βράδυ στο σπίτι του με χορεύτριες και κρασί, προσποιήθηκε στους καλεσμένους τους τον ανώτερο, ενώ δεν ήταν πια, ήπιε πολύ κρασί και αργά, μετά τα μεσάνυχτα, αναζήτησε το κρεβάτι του, κου¬ ρασμένος αλλά και ερεθισμένος, απελπισμένος και έτοιμος να δακρύσει. Προσπάθησε για ώρα πολλή να τον πάρει ο ύπνος, αλλά μάταια· η καρδιά ήταν τόσο γεμάτη δυστυχία που νόμιζε ότι δε θα άντεχε άλλο, τόσο γεμάτη αηδία,που ένιωθε να τον διαπερνά όπως η δροσερή, αλλά απωθητική γεύση του κρασιού, η γλυκιά, αλλά βαρετή μουσική, το ψεύτικο χαμόγελο των χορευτριών, η βαριά μυρωδιά των μαλλιών και του στήθους τους. Πιο πολύ όμως απ'όλα τον αηδίαζε ο εαυτός του, τα αρωματισμένα μαλλιά του, η οσμή του κρασιού στο στόμα του, η κούραση και η χαλά¬ ρωση του δέρματος του. Σαν κάποιον, που έφαγε και ήπιε πάρα πολύ και τα βγάζει με πόνους, είναι όμως χαρούμε¬ νος για το ξαλάφρωμα, έτσι ευχόταν ο άυπνος Σιντάρτα με μια τεράστια πλημμύρα αηδίας να απαλλαγεί από αυτές τις απολαύσεις, από αυτές τις συνήθειες, από όλη αυτή την παράλογη ζωή, και από τον ίδιο τον εαυτό του. Με το φέγ-

- 6 8 - - 6 9 -

Page 35: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

γος του πρωινού και όταν άρχισε η εμπορική κίνηση στον δρόμο μπροστά από το σπίτι του τον πήρε λιγάκι ο ύπνος και για μερικές στιγμές βρήκε μια κάποια νάρκωση, λιγάκι ησυχία. Και αυτές ακριβώς τις στιγμές είδε ένα όνειρο:

Η Καμάλα είχε σ'ένα χρυσό κλουβί ένα μικρό σπάνιο ω­δικό πτηνό. Αυτό το πουλί ονειρεύτηκε, και νά τί είδε στον ύπνο του: Αυτό το πουλί, που όλο το πρωί κελαΐδούσε συ­νεχώς έμεινε άλαλο. Μόλις το κατάλαβε, πλησίασε και κοί­ταξε μέσα στο κλουβί και είδε το μικρό πουλί να βρίσκεται νεκρό, πεσμένο κάτω. Το έβγαλε έξω, το κράτησε για μια στιγμή στα χέρια και το πέταξε στο δρόμο·την ίδια στιγμή ένιωσε τρόμο και πόνεσε η καρδιά του, σαν να είχε πετάξει μ'εκείνο το ψόφιο πουλί όλα τα καλά και άξια πράγματα.

Αναστατωμένος από το όνειρο, ένιωθε να τον σκεπάζει μια βαριά θλ ίψη. Παράλογη και ανάξια του φαινόταν η ζω­ή που είχε ζήσει. Δεν του είχε απομείνει τίποτα ζωντανό, τίποτα κάπως πολύτιμο, τίποτα που να άξιζε να κρατήσει. Στεκόταν .μόνος και άδειος, σαν το ναυαγό στην ακτή.

Σκυθρωπός ο Σιντάρτα πήγε στον κήπο του, έκλεισε την πύλη και κάθησε κάτω από ένα δέντρο μάνγκο. Αισθανό¬ ταν τον θάνατο μέσα στην καρδιά και φρίκη στο στήθος του, κάθησε και ένιωθε σαν κάτι να πεθαίνει μέσα του, σαν κάτι να μαραίνεται και να φτάνει στο τέλος του. Σιγά σιγά συγκέντρωσε τις σκέψεις του και έκανε με το μυαλό του άλλη μια φορά τη διαδρομή ολόκληρης της ζωής του, από τις πρώτες μέρες που μπορούσε να θυμηθεί. Πότε λοιπόν είχε νιώσει ευτυχία και πραγματική αγαλλίαση; Α ναι, είχε ζήσει πολλές φορές έτσι. Το είχε νιώσει στα χρόνια της ε¬ φηβείας του, όταν κέρδιζε τον έπαινο των βραχμάνων, ό¬ ταν ξεπερνούσε τους συνομήλικους του στην απαγγελία των ιερών στίχων, στους διάλογους με τους σοφούς, όταν πρόσφερε τη βοήθεια του στις θυσίες. Τότε το είχε νιώσει μέσα στην καρδιά του: "Μπροστά σου ανοίγεται ένας δρό¬ μος, που είσαι προορισμένος γΓ αυτόν. Σε περιμένουν οι θεοί". Και πάλι , όταν ήταν νέος, όταν είχε ξεχωρίσει στην ομάδα των ομοίων του με τον πάντα ψηλότερο στόχο των σκέψεων του, όταν πάλευε με τον πόνο για να καταλά­

βει την ουσία του Βράχμαν, όταν κάθε νέα γόνιμη γνώση του άναβε καινούργια δίψα, και τότε ακόμα, στη μέση της δίψας και του πόνου ένιωθε την ίδια αυτή φ ω ν ή : "Παρα¬ κάτω! ΠαρακάτωΙ Αυτός είναι ο προορισμός σ ο υ ! " Αυτή τη φωνή είχε ακούσει όταν άφησε την πατρίδα του και διάλεγε τη ζωή του σαμάνου και πάλι όταν έφυγε από τους σαμάνες για να συναντήσει εκείνον τον Φωτισμένο, και όταν πάλι τον άφηνε για να πάει στο άγνωστο. Πόσο καιρό είχε ν' ακούσει αυτή τη φωνή , πόσο καιρό δεν είχε πετύχει τίποτα υψηλό, πόσο ίσιος και βαρετός ήταν ο δρό¬ μος που τραβούσε, πόσα χρόνια χωρίς υψηλούς στό¬ χους, χωρίς δίψα, χωρίς ανάταση, χωρίς απολαύσεις που τον ευχαριστούσαν αλλά δεν του αρκούσαν! "Ολα αυτά τα χρόνια, χωρίς να το ξέρει, είχε λαχταρήσει και είχε προσ¬ παθήσει να γίνει ένας άνθρωπος σαν τόσους άλλους, σαν αυτά τα παιδιά. "Ομως η ζωή του ήταν πιο άθλια και πιο φτωχή απ ' τη δική τους, γιατί οι στόχοι τους δεν ήταν και δικοί του, ούτε οι φροντίδες τους· όλος αυτός ο κόσμος των ανθρώπων — Καμασβάμι δεν ήταν γΓ αυτόν παρά ένα παιχνίδι, ένας χορός που βλέπει κανείς, μια κωμωδία. Μό¬ νο η Καμάλα του ήταν αγαπητή, του ήταν πολύτιμη—όμως εξακολουθούσε να είναι; Την χρειαζόταν ακόμα ή μήπως τον χρειαζόταν αυτή; Δεν έπαιζαν ένα παχνίδι δίχως τέ¬ λος; Ό χ ι , δεν ήταν απαραίτητο! Αυτό το παιχνίδι λεγό¬ ταν σανσάρα, ένα παιχνίδι για παιδιά, ένα παιχνίδι ευχάρι¬ στο ίσως να το παίζει κανείς μια, δυο, τρεις, δέκα φορές — αλλά πάντα και συνέχεια το ίδιο;

Τότε κατάλαβε ο Σιντάρτα, ότι το παιχνίδι έφτανε στο τέλος του, ότι δεν μπορούσε να παίξει άλλο. Μια ανατρι¬ χίλα διαπέρασε το κορμί του, κάτι είχε πεθάνει μέσα του, έτσι ένιωθε.

Ό λ η εκείνη τη μέρα κάθησε κάτω από το δέντρο μάν-γκο και σκεφτόταν τον πατέρα του, σκεφτόταν τον Γκο-βίντα, σκεφτόταν τον Γκοτάμα. "Επρεπε να τους εγκαταλεί¬ ψει για να γίνει ένας Καμασβάμι; Καθόταν ακόμα κι όταν νύχτωσε. Όταν σήκωσε τα μάτια του κοίταξε τ" αστέρια και σκέφτηκε: "Τώρα κάθομαι κάτω από το δέντρο μου,

- 7 0 - - 7 1 -

Page 36: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ

στον κήπο μου". Χαμογέλασε λιγάκι — ήταν λοιπόν απα­ραίτητο, ήταν σωστό, δεν ήταν ένα ανόητο παιχνίδι να κα­τέχει κανείς ένα δέντρο και έναν κήπο;

Τέλειωσε και μ' αυτό, πέθανε κι αυτό μέσα του. Σ η κ ώ ­θηκε, αποχαιρέτησε το δέντρο μάνγκο, αποχαιρέτησε τον κήπο. Ένιωθε μεγάλη πείνα γιατί είχε μείνει νηστικός ό­λη εκείνη τη μέρα. Σκέφτηκε το σπίτι του στην πόλη, το δωμάτιο και το κρεβάτι του και ένα τραπέζι με φαγητά. Χαμογέλασε κουρασμένα, τινάχθηκε και τα αποχαιρέτησε όλα αυτά.

Την ίδια εκείνη ώρα της νύχτας άφηνε ο Σιντάρτα τον κήπο του, άφηνε την πόλη και δεν ξαναγύρισε ποτέ πίσω. Ο Καμασβάμι τον έψαχνε καιρό, πίστευε ότι είχε πέσει σε χέρια ληστών. Η Καμάλα δεν τον αναζήτησε. Δεν απόρη­σε όταν έμαθε ότι ο Σιντάρτα είχε εξαφανισθεί. Δεν το περίμενε; Δεν ήταν ένας σαμάνος, χωρίς πατρίδα, ένας τα¬ ξιδευτής; Και περισσότερο το είχε νιώσει στην τελευταία τους συνάντηση και μέσα από τον πόνο του χαμού χα ιρό­ταν, που εκείνη την τελευταία φορά τον είχε τραβήξει τό¬ σο βαθιά στην καρδιά της, που είχε νιώσει για άλλη μια φορά να κατέχεται και να πλημμυρίζει από κείνον.

Όταν άκουσε την πρώτη είδηση για την εξαφάνιση του Σιντάρτα, πλησίασε στο παράθυρο, όπου μέσα σ*ένα χ ρ υ ­σό κλουβί είχε ένα σπάνιο πουλί. Άνοιξε την πόρτα του κλουβιού, έβγαλε έξω το πουλί και το άφησε να πετάξει. Παρακολούθησε για ώρα το πουλί που πετούσε. Από κεί¬ νη τη μέρα δε δεχόταν πια επισκέψεις και κρατούσε το σπίτι κλειστό. Μετά από λίγο καιρό κατάλαβε ότι είχε μεί­νει έγκυος στην τελευταία τους συνάντηση με τον Σιν­τάρτα.

ΣΤΟΝ Π Ο Τ Α Μ Ο

Ο Σιντάρτα περιπλανιόταν στο δάσος, μακριά ήδη από την πόλη , και δεν ήξερε παρά ένα πράγμα, ότι δεν μπορού¬ σε πια να γυρίσει π ίσω, ότι τη ζωή που έκανε χρόνια τώρα την είχε δοκιμάσει και την είχε ρουφήξει μέχρι αηδίας. Το πουλί που ονειρεύτηκε ήταν νεκρό, νεκρό μέσα στην καρ¬ διά του. Είχε περιπλεχτθεί βαθιά στη σανσάρα, αηδία και θάνατος είχαν σταλάξει μέσα του από παντού, όπως το σφουγγάρι ρουφάει το νερό, μέχρι να γεμίσει. Είχε κορε-σθε'ι, είχε γεμίσει δυστυχία και θάνατο, δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο να τον προσελκύσει, να του δώσει χαρά, να τον παρηγορήσει.

Λαχταρούσε πραγματικά να μην ξέρει πια τίποτα για τον εαυτό του, να ηρεμήσει, να πεθάνει. Ας ερχόταν μια α¬ στραπή κι ας τον χτυπούσε! Ας ερχόταν μια τίγρη κι ας τον καταβρόχθιζε! Ας υπήρχε ένα κρασί, ένα δηλητήριο που θα του έφερνε νάρκωση, λησμονιά και ύπνο και να μην ξυπνούσε ποτέ! Υπήρχε λοιπόν κάποια βρωμιά που να μην τον είχε λερώσει, κάποια αμαρτία ή ανοησία που να μην εί¬ χε κάνει, κάποια ερημιά της ψυχής που να μην είχε φορτω¬ θεί; Ήταν λοιπόν ακόμα δυνατό να ζει; Ήταν δυνατό να συνεχίσει να αναπνέει, να νιώθει πείνα, και πάλι να τρώει, να κοιμάται, να ξαπλώνει δίπλα σε γυναίκες; Αυτός ο κύ¬ κλος δεν είχε πια εξαντληθεί, δεν είχε πια κλείσει γι" αυ¬ τόν;

Ο Σιντάρτα έφτασε στο μεγάλο ποταμό του δάσους, αυτόν τον ποταμό που κάποτε, όταν ήταν ακόμα νέος άν¬ τρας και ερχόταν από την πολιτεία του Γκοτάμα τον είχε

- 7 2 - - 7 3 -

Page 37: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

περάσει με έναν περαματάρη. Η κούραση και η πείνα τον είχαν καταβάλλει. Και για ποιο λόγο άλλωστε να συνεχί­σει τον δρόμο του , προς τα πού , για ποιο σκοπό; "Οχι, δεν υπήρχαν πια στόχοι, δεν υπήρχε τίποτα παρά μια βα­θιά, οδυνηρή λαχτάρα να τινάξει από πάνω του αυτόν τον εφιάλτη, να φτύσει αυτό το άνοστο κρασί απ ' το στόμα του, να δώσει ένα τέλος σ' αυτή την άθλια και απαίσια

Πάνω στην όχθη ήταν γερμένη μια καρυδιά, ο Σιντάρτα ακούμπησε στον κορμό της με τον ώμο του και κοίταξε τα πράσινα νερά, που κυλούσαν μπροστά του, κοίταζε κάτω και τον κυρίεψε η επιθυμία να πέσει στα νερά και να πνι¬ γεί. Στο νερό καθρεφτιζόταν ένα φρικτό κενό, αυτό που έδινε απάντηση στο φοβερό κενό της ψυχής του. Ναι, βρι­σκόταν στο τέλος. Δεν υπήρχε γι" αυτόν τίποτ' άλλο απ ' το να χαθεί, να τσακίσει το αποτυχημένο κατασκεύασμα της ζωής του, να το πετάξει μπροστά στα πόδια των θεών που γελούσαν κοροϊδευτικά. Αυτό ήταν το μεγάλο ξέσπα­σμα που λαχταρούσε: ο θάνατος, το κομμμάτιασμα αυτής της μορφής που μισούσε! Ας τον έτρωγαν τα ψάρια, αυ¬ τόν το σκύλο τον Σιντάρτα, αυτόν τον τρελλό, αυτό το σαπισμένο και χαμένο κορμί, αυτή την αδύναμη και ασύ¬ δοτη ψυχή! Ας τον καταβρόχθιζαν τα ψάρια και οι κροκό¬ δειλοι, ας τον κομμάτιαζαν οι δαίμονες! Με παραμορφωμέ¬ νο πρόσωπο κοίταζε το νερό, έβλεπε τη μορφή του να κα¬ θρεφτίζεται και έφτυνε πάνω της. Εξαντλημένος τράβη¬ ξε το χέρι του από τον κορμό του δέντρου και γύρισε λί¬ γο για να μπορέσει να πέσει κάθετα και επιτέλους να πνι¬ γεί. Βυθιζόταν με κλειστά μάτια στο θάνατο.

Τότε σπαρταρησε ένας ήχος από τις πιο απόμακρες περιοχές της ψυχής του, από το παρελθόν της κουρασμέ¬ νης ζωής του. Ή τ α ν μια λέξη, μια συλλαβή, που την πρό¬ φερε χωρίς να το σκεφτεί, με τρεμάμενη φωνή , η πρώτη και τελευταία λέξη όλων των προσευχών των βραχμάνων, το ιερό "Ομ" που σημαίνει πολλά, όπως το "τέλειο" ή "η τελειότητα". Και τη στιγμή που ο ήχος "Ομ" έφτασε στ" αυτιά του Σιντάρτα, ξύπνησε ξαφνικά το αποκοιμισμένο

πνεύμα του και κατάλαβε την ανοησία της πράξης του. Ο Σιντάρτα κατατρόμαξε. Εκεί λοιπόν είχε φτάσει, τό¬

σο χαμένος ήταν, τόσο γελασμένος, είχε τόσο παραιτηθεί από κάθε γνώση, ώστε μπόρεσε να διαλέξει το θάνατο, μπόρεσε να γιγαντώσει μέσα του αυτή η παιδική επιθυμία: να βρει την ηρεμία καταστρέφοντας το κορμί τουΐ Ό , τ ι δεν κατόρθωσαν όλα τα βάσανα του τελευταίου καιρού, οι απογοητεύσεις και η απελπισία, θα το κατόρθωνε αυτή η στιγμή · η στιγμή που συναισθάνθηκε το ' Ό μ " και ανα¬ γνώρισε την αθλιότητα και την τρέλλα του.

" Ο μ " , έλεγε μέσα του, "Ομ" , και αναγνώρισε πάλι το Βράχμαν, αναγνώρισε την αθανασία της ζωής, αναγνώρι¬ σε τα θεία, που είχε ξεχάσει.

Και αυτό ήταν μόνο μια στιγμή, μια αστραπή. Ο Σιντάρ-τα σωριάστηκε στη ρίζα της καρυδιάς, εξαντλημένος από την κούραση, μουρμουρίζοντας το Ομ. Ακούμπησε το κε¬ φάλι του στη ρίζα και βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ.

Κοιμήθηκε βαθιά και χωρίς όνειρα, όπως δεν είχε κοι¬ μηθεί για καιρό. Όταν ξύπνησε μετά από μερικές ώρες του φαινόταν σαν να είχαν περάσει δέκα χρόνια· άκουγε το σιγανό κελάρισμα του νερού και δεν καταλάβαινε πού βρισκόταν και ποιος τον είχε φέρει εκεί. "Ανοιξε τα μάτια του, κοίταξε με απορία τα δέντρα και τον ουρανό πάνω του και θυμήθηκε πού ήταν και πώς είχε' φτάσει ώς εκεί. Χρειάστηκε να περάσει κάποιος χρόνος γι" αυτό και το πα¬ ρελθόν του φάνηκε σαν να ήταν σκεπασμένο μ' ένα πέπλο, άπειρα μακρινό, απίστευτα περασμένο, ολότελα αδιάφορο. Ήξερε μόνο ότι είχε εγκαταλείψει την προηγούμενη ζωή του, αυτή που τις πρώτες στιγμές της περίσκεψης του φαινόταν σαν μια μακρινή, περασμένη ενσάρκωση, σαν μια αλλοτινή γέννηση του τωρινού του Εγώ, ότι γεμάτος αη¬ δία κι ακόμα αθλιότητα περιφρόνησε αυτή τη ζωή και ξα-ναβρήκε τον εαυτό του σ' έναν ποταμό κάτω από μια καρυ¬ διά, με την ιερή λέξη Ομ στα χείλια, μετά αποκοιμήθηκε και τώρα ξύπνησε και βλέπει τον κόσμο σαν άλλος άνθρω¬ πος. Πρόφερε σιγανά τη λέξη Ομ, που μ* αυτή είχε απο¬ κοιμηθεί, και του φαινόταν ότι όλος ο μακρύς ύπνος του

- 7 4 - - 7 5 -

Page 38: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

δεν ήταν τίποτα παρά ένα παρατεταμένο, συγκεντρωμένο ψιθύρισμα του Ομ, μια σκέψη του Ομ, ένα βύθισμα και μια απόλυτη είσοδος στο Ομ, το ακατονόμαστο, το τέλειο. Τί υπέροχος ύπνος ήταν αυτός! Ποτέ δεν τον είχε δροσίσει έτσι ένας ύπνος, δεν τον είχε ανανεώσει, δεν τον είχε δυ­ναμώσει! Μήπως είχε πραγματικά πεθάνει, μήπως είχε χα­θεί και ξαναγεννηθεί με καινούργια μορφή; Αλλά όχι, ανα­γνώριζε αυτό το Εγώ στο στήθος του, αυτόν τον Σιντάρτα, τον εγωιστή και παράξενο, αλλά αυτός ο Σιντάρτα είχε με¬ ταμορφωθεί, είχε ξανανιώσει, είχε χορτάσει τον ύπνο και ήταν παράξενα ξύπνιος, παράξενα χαρούμενος και περίερ¬ γος.

Ο Σιντάρτα ανασηκώθηκε και είδε να κάθεται απέναντι του ένας ξένος άνθρωπος, ένας μοναχός με κίτρινο ράσο και ξυρισμένο κεφάλι, σκεφτικός. Πρόσεξε τον άνθρωπο που δεν είχε ούτε, μαλλιά, ούτε γενειάδα και πριν περάσει πολλή ώρα αναγνώρισε σ' αυτόν το μοναχό τον Γκοβίντα, τον φίλο της νιότης του, που είχε αφοσιωθεί στον έξοχο Βούδα. Ο Γκοβίντα είχε κι αυτός γεράσει, αλλά το πρόσω­πο του είχε πάντα τα Ίδια χαρακτηριστικά, μιλούσε για προθυμία, για πίστη, για αναζήτηση και φόβο. Όταν ό¬ μως ο Γκοβίντα, νιώθοντας το βλέμμα του, άνοιξε τα μά¬ τια του και τον κοίταξε, ο Σιντάρτα είδε ότι ο Γκοβίντα δεν τον είχε αναγνωρίσει. Ο Γκοβίντα χάρηκε που τον βρήκε ξύπνιο, φαίνεται ότι είχε καθήσει πολλή ώρα και περίμενε να ξυπνήσει, αν και δεν τον είχε αναγνωρίσει.

"Κοιμήθηκα", είπε ο Σιντάρτα. "Εσύ όμως πώς βρέθη¬ κες εδώ;"

"Κοιμήθηκες", απάντησε ο Γκοβίντα. "Δεν είναι καλό να κοιμάσαι σε τέτοια μέρη, απ'όπου περνάνε συχνά φίδια και τα θηρία του δάσους. Εγώ, κύριε, είμαι ένας μαθητής του έξοχου Γκοτάμα, του Βούδα, του Σακιόμουνι και περνούσα με μερικούς δικούς μας αυτό το δρόμο και σε είδα ξαπλω¬ μένο να κοιμάσαι σ'αυτό το μέρος που είναι επικίνδυνο για ύπνο. ΓΓαυτό προσπάθησα να σε ξυπνήσω, κύριε, αλλά εί¬ δα ότι ο ύπνος σου ήταν βαθύς. Έμεινα λοιπόν πίσω από τους δικούς μου και κάθησα κοντά σου. Και τότε, φαίνε-

ται, αποκοιμήθηκα κι εγώ που ήθελα να φυλάξω τον ύπνο σου. Εκτέλεσα άσχημα το καθήκον μου, με κατέβαλλε η κούραση. Αλλά τώρα που ξύπνησες μπορώ να πηγαίνω, για να προλάβω τους αδελφούς μου."

"Σ'ευχαριστώ, σαμάνε, που φύλαξες τον ύπνο μου", εί¬ πε ο Σιντάρτα. "Είστε καλωσυνάτοι εσείς οι μαθητές του Έξοχου. Τώρα μπορείς να πηγαίνεις".

"Πηγαίνω, κύριε. Μακάρι ο κύριος να είναι πάντα καλά". "Σ 'ευχαριστώ, σαμάνε". Ο Γκοβίντα έκανε το σημάδι του χαιρετισμού και είπε .

"Έχε γεια". "Γειά σου Γκοβίντα", είπε ο Σιντάρτα κι ο μοναχός στά¬

θηκε. "Συγνώμη, κύριε, από πού ξέρεις το όνομα μου"; Τότε ο Σιντάρτα χαμογέλασε. "Σε ξέρω, Γκοβίντα, από την καλύβα του πατέρα σου

και από τη μαθητεία στους βραχμάνες και από τις θυσίες και από την πορεία μας στους σαμάνες και από εκείνη την ώρα που στο άλσος Γεταβάνα κατέφυγες στον Υπέροχο".

"Εσύ είσαι, Σιντάρτα!" φώναξε δυνατά ο Γκοβίντα. "Τώ¬ ρα σε αναγνωρίζω και δεν καταλαβαίνω πώς δε σε αναγνώ¬ ρισα αμέσως. Καλώς όρισες, Σιντάρτα, είναι μεγάλη η χα¬ ρά μου που σε ξαναβλέπω".

"Κι εγώ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Έγινες φύλακας του ύπνου μου και σ'ευχαριστώ γι 'αυτό, αν και δε χρεια¬ ζόμουνα κανένα φύλακα. Προς τα πού πηγαίνεις, φίλε μ ο υ ; "

"Δεν πηγαίνω πουθενά. Εμείς οι μοναχοί είμαστε πάντα στο δρόμο, όταν δεν είναι η εποχή των βροχών πηγαίνου¬ με από τόπο σε τόπο, ζούμε σύμφωνα με τον κανόνα, κη¬ ρύττουμε τη διδασκαλία, παίρνουμε ελεημοσύνη και συνε¬ χίζουμε το δρόμο μας. Εσύ όμως, Σιντάρτα, πού πηγαί¬ νεις; "

Ο Σιντάρτα είπε: "Και με μένα συμβαίνει το ίδιο, φίλε, ό¬ πως και με σένα. Βρίσκομαι μόνο στο δρόμο. Είμαι προ¬ σκυνητής."

Ο Γκοβίντα είπε: "Λες ότι είσαι προσκυνητής και σε πι-

- 7 6 - - 7 7 -

Page 39: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

στεύω. Συγχωρά με, Σιντάρτα, αλλά δε μοιάζεις με π ρ ο ­σκυνητής. Φοράς ρούχα πλουσίου, φοράς παπούτσια άρ ­χοντα και τα μαλλιά σου που μυρίζουν αρωματισμένο νε ­ρό, δεν είναι τα μαλλιά προσκυνητή, ούτε μαλλιά σαμά-νου."

"Λοιπόν, αγαπημένε, καλά το παρατήρησες, όλα τα βλέπει το κοφτερό σου μάτι. Όμως δε σου είπα ότι είμαι σαμάνος. Είπα: είμαι προσκυνητής, κι αυτό είναι: είμαι προ¬ σκυνητής."

"Είσαι προσκυνητής," είπε ο Γκοβίντα." Αλλά λίγοι π ρ ο ­σκυνητές έχουν τέτοια ρούχα, τέτοια παπούτσια, λίγοι έ­χουν τέτοια μαλλιά. Ποτέ δε συνάντησα, όλα αυτά τα χρό¬ νια που είμαι προσκυνητής, έναν τέτοιο προσκυνητή."

"Σε πιστεύω, Γκοβίντα μου. Αλλά νά που σήμερα συνά­ντησες έναν τέτοιο προσκυνητή, με τέτοιο ρούχο. Να θυμά­σαι, αγαπημένε, παροδικός είναι ο κόσμος των φαινομέ¬ νων, παροδικός, και πιο παροδικά είναι τα ρούχα μας, η εμφάνιση των μαλλιών μας, και τα ίδια τα μαλλιά μας και το σώμα μας. Φορώ ρούχα πλουσίου, σωστά είδες. Τα φο¬ ρώ γιατί ήμουν πλούσιος, και έχω τα μαλλιά μου όπως οι άνθρωποι του κόσμου και οι φιλήδονοι, γιατί ήμουν κι ε¬ γώ ένας απ'αυτούς."

"Και τώρα, Σιντάρτα, τί είσαι τ ώ ρ α ; " "Δεν ξέρω, ή καλύτερα το ξέρω τόσο λίγο όσο εσύ. Εί­

μαι στο δρόμο. Ήμουν πλούσιος και δεν είμαι πια και δεν ξέρω τί θα είμαι αύριο."

"Τα έχασες τα πλούτη σου; " "Τα έχασα εγώ ή με έχασαν εκείνα. Φύγανε πάντως από

μένα. Γρήγορα γυρίζει ο τροχός των φαινομένων, Γκοβί-ντα. Πού είναι ο βραχμάνος Σιντάρτα; Πού είναι ο σαμάνος Σιντάρτα; Πού είναι ο πλούσιος Σιντάρτα; Τα παροδικά αλ¬ λάζουν γρήγορα, το ξέρεις αυτό, Γκοβίντα."

Ο Γκοβίντα κοίταζε ώρα πολλή το φίλο της νιότης του, με την αμφιβολία στο βλέμμα. Έπειτα τον χαιρέτησε ό¬ πως χαιρετούν τους άρχοντες και τράβηξε το δρόμο του.

Ο Σιντάρτα τον κοίταζε με χαμογελαστό πρόσωπο* τον αγαπούσε πάντα, αυτόν τον πιστό, αυτόν τον δευλό. Και

πώς μπορούσε, αυτή τη στιγμή, αυτή την εξαίσια ώρα μετά τον υπέροχο ύπνο του, τον διαπερασμένο από το Ομ, να μην αγαπάει κάποιον ή κάτι! Και σ'αυτό συνίσταται η μα¬ γεία που του συνέβη στον ύπνο και διαμέσου του Ομ, ότι αγαπάει τα πάντα, ότι είναι γεμάτος χαρούμενη αγάπη για όλα όσα βλέπει. Και γι "αυτό ήταν προηγουμένως τόσο πο¬ λύ άρρωστος, έτσι του φαινόταν, γιατί δεν μπορούσε ν 'α-γαπήσει τίποτα και κανέναν.

Ο Σιντάρτα κοίταζε τον μοναχό με χαμογελαστό πρόσω¬ πο. Ο ύπνος τον είχε δυναμώσει πολύ αλλά τον βασάνιζε η πείνα γιατί είχε να φάει δυο μέρες τώρα και ο καιρός που μπορούσε να της αντιστέκεται είχε περάσει προ πολ¬ λού . Με πίκρα αλλά και με χαμόγελο σκεφτόταν εκείνο τον καιρό.Τότε —έτσι θυμόταν, είχε καυχηθεί στην Καμάλα για τρία πράγματα, γνώριζε τρεις πολύτιμες και ακατανί¬ κητες τέχνες, νηστεία - προσμονή - σκέψη. Αυτή ήταν η περιουσία του, η δύναμη και η εξουσία του, το σίγουρο ραβδί του* στα επιμελή, κοπιαστικά χρόνια της νιότης του έμαθε αυτές τις τρεις τέχνες, τίποτα άλλο. Και τώρα τον είχαν εγκαταλείψει, καμιά απ'αυτές δεν ήταν πια δική του, ούτε η νηστεία, ούτε η προσμονή, ούτε η. σκέψη. Τις είχε αφήσει για το πιο άθλιο, το πιο παροδικό, για την απόλαυ¬ ση των αισθήσεων, για την καλοζωία, για τον πλούτο! Του είχαν συμβεί παράξενα πράγματα. Και τώρα, έτσι του φαι¬ νόταν, τώρα είχε καταντήσει πραγματικά ένας άνθρωπος —παιδί .

Ο Σιντάρτα σκεφτόταν για την κατάσταση του. Του ή¬ ταν δύσκολο να σκέφτεται και στην ουσία δεν είχε κανένα κέφι να το κάνει, πίεσε όμως τον εαυτό του.

Τώρα, σκεφτόταν, τώρα που όλα αυτά τα παροδικά πράγματα ξεγλύστρησαν, τώρα που στέκομαι πάλι κάτω από τον ήλιο, όπως στεκόμουν τότε που ήμουν παιδί, τίπο¬ τα δεν είναι δικό μου, τίποτα δεν μπορώ, τίποτα δεν επιθυ¬ μώ, τίποτα δεν ξέρω. Πόσο υπέροχο είναι αυτό! Τώρα, που δεν είμαι πια νέος, που τα μαλλιά μου είναι σχεδόν γκρίζα, που οι δυνάμεις μου χαλαρώνουν, τώρα αρχίζω πάλι από την αρχή σαν παιδί ! Μπορούσε πάλι να χαμογελάει. Ναι,

- 7 8 - - 7 9 -

Page 40: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

παράξενη ήταν η μοίρα του! Πήρε τον κατήφορο και τώρα στέκεται πάλι στον κόσμο άδειος και γυμνός και ανόητος. Αλλά δεν μπορούσε να λυπηθεί γι 'αυτό, όχι, ένιωθε μά­λιστα μεγάλη επιθυμία να γελάσει, να γελάσει με τον εαυ¬ τό του, να γελάσει μ'αυτόν τον παράξενο, ανόητο κόσμο.

"Πήρες τον κατήφορο!" έλεγε στον εαυτό του και γε¬ λούσε και όπως το έλεγε, έπεσε το βλέμμα του στον ποτα¬ μό και είδε και τον ποταμό να πηγαίνει προς τα κάτω, να κυλάει πάντα προς τα κάτω, να τραγουδάει και να είναι χαρούμενος. Αυτό του άρεσε πολύ και χαμογέλασε στον ποταμό. Αυτός δεν ήταν ο ποταμός, όπου ήθελε να πνιγεί, κάποτε, πριν εκατό χρόνια, ή το είχε ονειρευτεί;

Στην πραγματικότητα η ζωή μου είναι υπέροχη, έτσι σκεφτόταν, έκανε υπέροχους κύκλους. Σαν έφηβος είχα να κάνω μόνο με τους θεούς και τις θυσίες. Σαν νέος εί¬ χα να κάνω μόνο με την ασκητεία, τη σκέψη και την περι­συλλογή, αναζητούσα το Βράχμαν, λάτρευα το αιώνιο στον Άτμαν. Σαν νέος άνδρας όμως ακολούθησα τους ασκητές και ζούσα στο δάσος, υπέφερα από τη ζέστη και το κρύο, έμαθα να πεινάω, έμαθα να νεκρώνω το κορμί μου. Έπειτα συνάντησα την υπέροχη γνώση στη διδα¬ σκαλία του μεγάλου Βούδα, ένιωσα τη γνώση της ενότη¬ τας του κόσμου να κυκλοφορεί μέσα μου σαν το αίμα μου. Αλλά ακόμα και από τον Βούδα και από τη μεγάλη γνώση έπρεπε να απομακρυνθώ. Πήγα και έμαθα κοντά στην Κα­μάλα την ηδονή του έρωτα, έμαθα στον Καμασβάμι το εμπόριο, μάζεψα χρήματα και τα σπατάλησα, έμαθα ν" α¬ γαπάω το στομάχι μου, έμαθα να κολακεύω τίς αισθήσεις μου. Έπρεπε να περάσω πολλά χρόνια έτσι, να αδειάσω το πνεύμα μου, να ξεμάθω να σκέφτομαι, να ξεχάσω την ε¬ νότητα. Δεν είναι σαν να λοξοδρόμησα και σιγά σιγά από άνδρας έγινα παιδί και από στοχαστής άνθρωπος — παιδί; Κι όμως αυτός ο δρόμος ήταν πολύ καλός, κι όμως το που¬ λί στο στήθος μου δεν πέθανε. Αλλά τί δρόμος ήταν αυ¬ τός! Αναγκάστηκα να περάσω από τόση πολλή ανοησία, τόση κακία, τόση πλάνη, τόση αηδία και απογοήτευση και συμφορές, μόνο και μόνο για να ξαναγίνω παιδί και να

μπορέσω ν' αρχίσω πάλι από την αρχή. Αλλά αυτό ήταν σωστό να γίνει, η καρδιά μου λέει ναι και τα μάτια μου γε¬ λάνε. Έπρεπε να ζήσω την απελπισία, έπρεπε να βυθιστώ ώς την πιο ανόητη απ* όλες τις σκέψεις, ώς τη σκέψη της αυτοκτονίας, για να μπορέσω να ζήσω τη χάρη, να ακούσω πάλι το Ομ, να μπορέσω πάλι να κοιμηθώ καλά και να ξυ¬ πνήσω καλά. Έπρεπε να γίνω τρελλός για να βρω πάλι μέ¬ σα μου τον Άτμαν. Έπρεπε να αμαρτήσω για να μπορέσω πάλι να ζήσω. Πού λοιπόν μπορεί να με οδηγήσει ακόμα ο δρόμος μου; Είναι τρελλός αυτός ο δρόμος, έχει στροφές και ίσως είναι κυκλικός. Ας πηγαίνει όπως θέλει, εγώ θα τον ακολουθήσω.

Ένιωθε τη χαρά να κοχλάζει υπέροχα στο στήθος του. Από πού λοιπόν, ρωτούσε την καρδιά του, από πού έρ¬

χεται αυτή η ευθυμία; Έρχεται μήπως απ' αυτόν τον μα¬ κρύ, ωραίο ύπνο, που μου έκανε τόσο καλό; Ή από τη λέ­ξη Ομ, που πρόφερα; Ή μήπως επειδή ξέφυγα, επειδή η φυγή μου επιτελέστηκε, επειδή είμαι πάλι ελεύθερος και στέκομαι σαν παιδί κάτω από τον ουρανό; Α, πόσο όμορφο είναι αυτό το αίσθημα, ότι πετάς, ότι είσαι ελεύθερος! Πό¬ σο καθαρός και ωραίος είναι ο αέρας εδώ, πόσο καλό να τον αναπνέεις! Εκεί, απ' όπου ξέφυγα, εκεί όλα μύριζαν αλοιφές, μπαχαρικά, κρασί, αφθονία, τεμπελιά. Πόσο μί¬ σησα αυτό τον κόσμο των πλουσίων, των κοιλιόδουλων, των παιχτών! Πόσο μίσησα τον ίδιο τον εαυτό μου, που έ¬ ζησε τόσο καιρό σ' αυτόν τον τρομερό κόσμο! Πόσο τον μίσησα, τον λήστεψα, τον φαρμάκωσα, τον βασάνισα, τον έκανα γέρο και κακό! Όχι , ποτέ πια δε θα καυχηθώ, ό¬ πως έκανα παλιά με ευχαρίστηση, ότι ο Σιντάρτα είναι σο¬ φός! Αυτό όμως το έκανα καλά, μου άρεσε και πρέπει να το επαινέσω. Που έπαψα πια να μισώ τον ίδιο τον εαυτό μου, που έβαλα πια τέλος σ' αυτή την ανόητη και βαρετή ζωή. Σ'επαινώ, Σιντάρτα, που μετά από τόσα χρόνια ανοη¬ σίας έχεις ακόμα κάποιες ιδέες, έκανες κάτι, άκουσες το πουλί στο στήθος σου και το ακολούθησες.

Έτσι επαινούσε τον εαυτό του, χαιρόταν, άκουγε με περιέργεια το στομάχι του που γουργούριζε, Αισθανόταν

- 8 0 - - 8 1 -

Page 41: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

ότι αυτόν τον τελευταίο καιρό και τις τελευταίες μέρες εί­χε δοκιμάσει εντελώς κάθε κομμάτι πόνου και κάθε κομ­μάτι αθλιότητας, τα είχε φτύσει και είχε αδειάσει μέχρι την απογοήτευση και μέχρι το θάνατο. Ήταν καλά έτσι. Θα μπορούσε να μείνει πολύ κοντά στον Καμασβάμι, να κερδίζει χρήματα και να τα σπαταλάει, να γεμίζει την κοι­λιά του και να αφήνει την ψυχή του διψασμένη, θα μπο¬ ρούσε να είχε μείνει καιρό σ' αυτή την βαρετή και παραγε¬ μισμένη κόλαση, αν δεν είχε συμβεί αυτό: η στιγμή της τέ­λειας απελπισίας και απόγνωσης, η έσχατη στιγμή, που κρεμόταν πάνω από το νερό που κυλούσε και ήταν έτοι­μος να σκοτωθεί. Επειδή ένιωσε αυτή την απογοήτευση, αυτή τη βαθιά αηδία και επειδή δεν τον κατέστρεψαν, ε¬ πειδή το πουλί, η χαρούμενη πηγή και φωνή ήταν ακόμα ζωντανή μέσα του, γι" αυτό αισθανόταν αυτή τη χαρά, γι* αυτό χαμογελούσε, γι* αυτό έλαμπε το πρόσωπο του κάτω από τα γκρίζα πια μαλλιά του.

"Είναι καλό", σκεφτόταν, "να δοκιμάζει κανείς μόνος του αυτά που είναι απαραίτητο να γνωρίσει. "Οτι οι απο¬ λαύσεις του κόσμου και ο πλούτος δεν είναι αγαθά, το είχα μάθει από τότε που ήμουν παιδί. Το ήξερα πολύ και­ρό, το έζησα όμως μόλις τώρα. Και τώρα το ξέρω όχι μό¬ νο με το μυαλό αλλά και με τα μάτια μου, με την καρδιά μου, με το στομάχι μου. Και είναι καλό για μένα που το ξέ¬ ρω! "

Ώρα πολλή μετά τη μεταμόρφωση του σκεφτόταν, ά­κουγε το πουλί, πώς τραγουδούσε από χαρά. Δεν είχε πε¬ θάνει αυτό το πουλί μέσα του, δεν είχε νιώσει το θάνατο; Ό χ ι , κάτι άλλο πέθανε μέσα του, κάτι που λαχταρούσε να πεθάνει εδώ και καιρό. Δεν ήταν αυτό, που κάποτε στα πρώτα φλογερά χρόνια της ασκητείας του, ήθελε να σκο¬ τώσει ; Δεν ήταν το Εγώ του, το μικρό φοβισμένο και πε¬ ρήφανο Εγώ του, που το πάλεψε τόσα χρόνια και που πάν¬ τα τον νικούσε, που ήταν πάντα εκεί, μετά από κάθε θα¬ νάτωση, απαγόρευε τη χαρά και ένιωθε φ ό β ο ; Δεν ήταν αυτό, που σήμερα βρήκε επιτέλους το θάνατο του, εδώ στο δάσος, σ' αυτόν τον χαριτωμένο ποταμό; Και χάρη σ'

αυτό το θάνατο, δεν ήταν τώρα σαν παιδί, τόσο γεμάτος εμπιστοσύνη, χωρίς φόβο, γεμάτος χαρά;

Τώρα κατάλαβε ο Σιντάρτα γιατί σαν βραχμάνος και σαν ασκητής πάλεψε τόσο μάταια με αυτό το Εγώ. Η υπερβο¬ λική γνώση τον είχε εμποδίσει, οι πάμπολλοι ιεροί στίχοι και οι κανόνες των θυσιών, οι τόσες ταλαιπωρίες, οι πρά¬ ξεις και οι προσπάθειες! Ήταν γεμάτος υπερηφάνεια, πά¬ ντα ο πιο έξυπνος, ο πιο δραστήριος, πάντα ένα βήμα πιο μπροστά α π ' τους άλλους, με πάμπολλες γνώσεις και πνευ¬ ματώδης, πάντα ιερέας ή σοφός. Σ' αυτή την ιερωσύνη, σ' αυτή την υπεροψία, σ" αυτή την πνευματικότητα είχε χω¬ θεί το Εγώ του, εκεί καθόταν με νηστείες και ποινές. Τώρα το έβλεπε και κατάλαβε ότι η μυστική φωνή είχε δίκιο, ότι κανένας δάσκαλος δεν μπορούσε να τον λυτρώσει. ΓΓ αυτό έπρεπε να πάει στον κόσμο, έπρεπε να χάσει τον ε¬ αυτό του στις απολαύσεις και τη δύναμη, στις γυναίκες και τα χρήματα, έπρεπε να γίνει έμπορος, παίχτης ζαριών, πό¬ της και άπληστος μέχρι να πεθάνουν μέσα του ο ιερέας και ο σαμάνος. ΓΓ αυτό έπρεπε να υποφέρει αυτά τα απαίσια χρόνια, να βαστάξει την αηδία, την κενότητα, τον παραλο¬ γισμό μιας άθλιας και χαμένης ζωής μέχρι το τέλος, μέχρι την πικρότερη απογοήτευση, ώσπου να μπορέσει να πεθά¬ νει ακόμη και ο φυ\ήδονος Σιντάρτα και ο άπληστος Σιν-τάρτα. Πέθανε και από τον ύπνο ξύπνησε ένας νέος Σιν-τάρτα και ήταν γεμάτος χαρά.

Αυτές τις σκέψεις έκανε, και άκουγε χαμογελώντας το στομάχι του και άκουγε ευγνώμονας μια μέλισσα που βούι¬ ζε. Κοίταζε χαρούμενα τον ποταμό που κυλούσε, ποτέ νε¬ ρό δεν του είχε αρέσει τόσο όσο αυτό, ποτέ δεν είχε ακού¬ σει τόσο δυνατά και τόσο όμορφα τη φωνή και την αλλη¬ γορία του νερού που έτρεχε. Του φαινόταν ότι το ποτάμι είχε να του πει κάτι ξεχωριστό, κάτι που ακόμα δεν ήξερε, που ακόμα τον περίμενε. Σ'αυτόν τον ποταμό ήθελε ο Σιν-τάρτα να πνιγεί , σ* αυτόν είχε πνιγεί σήμερα ο γερασμέ¬ νος, κουρασμένος και απελπισμένος Σιντάρτα. Ο ξαναγεν¬ νημένος όμως Σιντάρτα αισθανόταν μια βαθιά αγάπη γι* τό το νερό που κυλούσε και αποφάσισε να μην το εγκατα-

- 8 2 - - 8 3 -

Page 42: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ

λείψει σύντομα.

Ο ΠΕΡΑΜ Α Τ Α Ρ Η Σ

Σ'αυτό το ποτάμι θέλω να μείνω, σκέφτηκε ο Σιντάρ­τα. Είναι το ίδιο που πέρασα κάποτε πηγαίνοντας στους αν­θρώπους — παιδιά και με είχε οδηγήσει τότε ένας καλωσυ-νάτος περαματάρης. Από την καλύβα του ξεκίνησε κάποτε ο δρόμος για την καινούργια ζωή, που τώρα γέρασε και πέθανε — ας ξεκινήσει λοιπόν και ο τωρινός μου δρόμος, η τωρινή καινούργια μου ζωή από κει!

Κοίταζε με τρυφερότητα το νερό που κυλούσε, τό διά¬ φανο πράσινο, τις κρυστάλλινες γραμμές του μυστικού του σχεδίου. Έβλεπε ν' ανεβαίνουν από το βυθό λαμπερά μαργαριτάρια, να κολυμπούν ήσυχα στον καθρέφτη φυ-σαλλίδες, να καθρεφτίζεται το γαλάζιο του ουρανού. Το ποτάμι τον κοίταζε με χίλια μάτια, πράσινα, άσπρα, κρυ¬ στάλλινα, γαλάζια. Πόσο αγαπούσε αυτό το νερό, πόσο τον γοήτευε, πόσο του ήταν ευγνώμονας! Άκουγε στην καρδιά του τη φωνή, που μόλις είχε ξυπνήσει και του έ¬ λεγε: Αγάπησε αυτό το νερό! Ζήσε μαζί του! Μάθε από αυ¬ τό! Α ναι, ήθελε να διδαχθεί απ ' αυτό, ήθελε να το ακού¬ σει. Όποιος καταλάβαινε αυτό το νερό με το μυστικό του, έτσι του φαινόταν, αυτός θα καταλάβαινε πολλά πράγμα¬ τα ακόμα, πολλά μυστικά, όλα τα μυστικά.

Από τα μυστικά όμως του ποταμού σήμερα έβλεπε μόνο ένα, που άγγιζε την ψυχή του. Έβλεπε: αυτό το νερό έ¬ τρεχε, έτρεχε συνεχώς και ήταν πάντα εκεί, ήταν πάντα το Ίδιο αλλά και κάθε στιγμή καινούργιο. Ποιος θα μπορού¬ σε να το συλλάβει αυτό, να το καταλάβει! Αυτός δεν το καταλάβαινε, δεν μπορούσε να το συλλάβει, ένιωθε μόνο

- 8 4 -- 8 5 -

Page 43: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

ένα προαίσθημα να τον ταράζει, μια μακρινή ανάμνηση, κάποιες θεϊκές φωνές.

Ο Σιντάρτα σηκώθηκε, το αίσθημα της πείνας στο κορμί του ήταν αφόρητο. Συνέχισε να προχωρεί, ακολούθησε το μονοπάτι της όχθης, αντίθετα στο ρεύμα, και το άκουγε μαζί με την πείνα που μουρμούριζε στο σώμα του.

Όταν έφτασε στο πέρασμα, η βάρκα ήταν κιόλας έτοι­μη και μέσα στεκόταν ο ίδιος βαρκάρης που κάποτε είχε περάσει το νεαρό σαμάνο από τον ποταμό. Ο Σιντάρτα τον αναγνώρισε, είχε κι αυτός γεράσει πολύ.

"Θέλεις να με περάσεις,·" ρώτησε. Ο περαματάρης, έκπληκτος που έβλεπε έναν τέτοιο ευ¬

γενή άνδρα να περιπλανιέται μόνος του με τα πόδια, τον πήρε στη βάρκα και την έσπρωξε για να ξεκινήσει.

"Διάλεξες πολύ όμορφη ζ ω ή " , είπε ο ξένος. "Πρέπει να είναι όμορφο να ζεις κάθε μέρα σ' αυτό το νερό και να τα¬ ξιδεύεις πάνω του" .

Ο κωπηλάτης κινήθηκε χαμογελώντας. "Είναι όμορφο, κύριε, είναι όπως τα λες. Αλλά κάθε ζωή , κάθε δουλειά είναι όμορφη,·"

"Μπορεί νάναι κι έτσι. Εγώ όμως σε καλοτυχίζω για τη δικιά σου" .

"Αχ, θά 'χανες γρήγορα το κέφι σου γΓ αυτή. Δεν είναι για ανθρώπους με ωραία ρούχα".

Ο Σιντάρτα γέλασε. "Κι άλλη φορά με πρόσεξαν σήμερα για τα ρούχα μου, με παρατήρησαν με δυσπιστία. Θα δεχό¬ σουν περαματάρη, αυτά τα ρούχα, που μου είναι πια ε¬ νοχλητικά; Γιατί πρέπει να ξέρεις ότι δεν έχω χρήματα για να σου πληρώσω το πέρασμα".

"Ο κύριος αστειεύεται", γέλασε ο περαματάρης. "Δεν αστειεύομαι, φίλε. Δες, κι άλλη μια φορά με πέ¬

ρασες με τη βάρκα σου απ ' αυτό το ποτάμι, για την αγάπη του θεού. Κάνε το ίδιο και σήμερα και πάρε για αντάλλαγ¬ μα τα ρούχα μου".

"Και θέλει ο κύριος να συνεχίσει το ταξίδι του χωρίς ρούχα,·"

"Αχ, θα προτιμούσα να μην ξαναταξιδέψω. Το καλύτε-

ρο για μένα, περαματάρη, θα ήταν να μου έδινες μια παλιά ποδιά και να με κρατούσες κοντά σου σαν βοηθό σου ή μάλλον σαν μαθητή σου, γιατί πρέπει πρώτα να μάθω να τριγυρίζω με τη βάρκα".

Ο περαματάρης κοίταζε με προσοχή τον ξένο ώρα πολ¬ λή.

"Τώρα σε αναγνωρίζω", είπε τελικά. "Κοιμήθηκες στην καλύβα μου κάποτε, πολύ καιρό πριν, μπορεί να πέρασαν και είκοσι χρόνια, σε πέρασα από τον ποταμό και αποχαι¬ ρετιστήκαμε σαν καλοί φίλοι . Δεν ήσουν σαμάνος; Δεν μπορώ όμως να θυμηθώ το όνομα σου" .

"Το όνομα μου είναι Σιντάρτα και ήμουν σαμάνος όταν με είδες για τελευταία φορά" .

"Καλώς όρισες, λοιπόν Σιντάρτα. Εμένα με λένε Βαζου-ντέβα. Ελπίζω να γίνεις και σήμερα φυλοξενούμενός μου, να κοιμηθείς στην καλύβα μου και να μου διηγηθείς από πού έρχεσαι και γιατί σου είναι ενοχλητικά τα όμορφα ρούχα σου" .

Βρίσκονταν στη μέση του ποταμού και ο Βαζουντέβα κωπηλατούσε με δύναμη για να πάνε αντίθετα στο ρεύμα. Εργαζόταν ήρεμος, με το βλέμμα καρφωμένο στην κορυ¬ φή της βάρκας, με δυνατά μπράτσα. Ο Σιντάρτα καθόταν και τον κοίταζε και θυμήθηκε ότι από τότε ακόμα, από ε¬ κείνη την τελευταία μέρα της ζωής του σαν σαμάνος, έ¬ νιωθε αγάπη στην καρδιά του γΓ αυτόν τον άνθρωπο. Δέ¬ χτηκε με ευγνωμοσύνη την πρόσκληση του Βαζουντέβα. Όταν έφτασαν στην όχθη, τον βοήθησε να δέσει γερά τη βάρκα και μετά τον κάλεσε ο περαματάρης να μπει στην καλύβα, του πρόσφερε ψωμί και νερό. Ο Σιντάρτα έτρω¬ γε με όρεξη, με όρεξη έφαγε ακόμα και τους καρπούς του μάνγκο που του πρόσφερε ο Βαζουντέβα. Ο ήλιος κόν¬ τευε να δύσει και αυτοί κάθησαν πάνω σ' ένα κορμό στην όχθη και ο Σιντάρτα διηγήθηκε στον βαρκάρη την καταγω¬ γή και τη ζωή του, όπως την είχε δει σήμερα, μπροστά στα μάτια του, εκείνη την ώρα της απόγνωσης. Η διήγηση του τράβηξε μέχρι αργά τη νύχτα.

Ο Βαζουντέβα άκουγε με μεγάλη προσοχή. Δεχόταν

- 8 6 - - 8 7 -

Page 44: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

στην καρδιά του όλα όσα του έλεγε, την καταγωγή, την παιδική ηλικία, όλη τη μόρφωση, την αναζήτηση, όλες τις χαρές και όλες τις ανάγκες. Αυτή ήταν μια από τις μεγα­λύτερες αρετές του περαματάρη. Ήξερε ν" ακούει, όσο λίγοι. Ο ομιλητής ένιωθε ότι ο Βαζουντέβα, αν και δεν είχε πει ούτε μια λέξη, έκλεινε μέσα του τα λόγια του ήρεμα, ειλικρινά, υπομονετικά, και δεν έχανε κανένα, ότι κανένα δεν περίμενε με ανυπομονησία, ούτε επαινούσε ούτε κατέ-κρινε, μόνο άκουγε. Ο Σιντάρτα κατάλαβε, τί ευτυχία είναι να συναντήσει κανείς έναν τέτοιο ακροατή, που να βυθίζει στην καρδιά του την ατομική ζωή, τις προσωπικές αναζη¬ τήσεις, τους μοναχικούς πόνους του άλλου.

Όταν η διήγηση του Σιντάρτα κόντευε να τελειώσει, όταν μιλούσε για το δέντρο κοντά στο ποτάμι και για το βύθισμα του, για το άγιο Ομ και πώς μετά τον ύπνο του έ¬ νιωσε τέτοια αγάπη για τον ποταμό, τότε ο περαματάρης άκουγε με διπλή προσοχή, δοσμένος ολοκληρωτικά, με κλειστά μάτια.

Ο Σιντάρτα σώπασε, και αφού η σιωπή κράτησε πολύ, ο Βαζουντέβα είπε: "Έγινε έτσι, όπως το σκέφτηκα. Σου μίλησε ο ποταμός. Είναι και δικός σου φίλος, σου μιλάει. Αυτό είναι καλό, είναι πολύ καλό. Μείνε κοντά μου Σιντάρ-τα, φίλε μου. Είχα κάποτε μια γυναίκα, το κρεβάτι της ή¬ ταν δίπλα στο δικό μου. Πέθανε όμως εδώ και χρόνια και καιρό τώρα ζω μόνος μου. Ζήσε τώρα μαζί μου, υπάρχει χώρος και τροφή και για τους δυό μας".

"Σ 'ευχαριστώ" , είπε ο Σιντάρτα, "σ' ευχαριστώ και δέ¬ χομαι. Κι ακόμα, Βαζουντέβα, σ' ευχαριστώ που με άκου¬ σες τόσο καλά. Είναι σπάνιοι οι άνθρωποι που ξέρουν να ακούν και δε συνάντησα κανέναν που να το ξέρει τόσο κα¬ λά όσο εσύ. Κι αυτό ακόμα θα το μάθω από σένα".

"Θα το μάθεις", είπε ο Βαζουντέβα, "αλλά όχι από μένα. Ο ποταμός με δίδαξε να ακούω, απ' αυτόν θα το μάθεις κι εσύ. Τα ξέρει όλα ο ποταμός, και μπορείς να μάθεις απ ' αυ­τόν τα πάντα. Δες, ακόμα κι αυτό, ότι είναι καλό να επιδι¬ ώκεις, να βυθίζεσαι, να αναζητάς το βάθος το έμαθες από το νερό. Ο πλούσιος και αριστοκράτης Σιντάρτα θα γίνει

βοηθός βαρκάρη, ο μορφωμένος βραχμάνος θα γίνει περα-ματάρης : κι αυτό ακόμα στο είπε ο ποταμός. Θα μάθεις απ* αυτόν και το άλλο ακόμα".

Ο Σιντάρτα μίλησε μετά από μεγάλη παύση: "Ποιο άλ¬ λο, Βαζουντέβα,·"

Ο Βαζουντέβα σηκώθηκε. "Είναι αργά", είπε, "ας πάμε για ύπνο. Δεν μπορώ να σου πω το άλλο, φίλε. Θα το μά¬ θεις, ίσως να το ξέρεις κιόλας. Κοίτα, δεν είμαι κανένας σοφός, δεν ξέρω ούτε να μιλάω, δεν ξέρω ούτε να σκέφτο¬ μαι. Ξέρω να ακούω και να είμαι ευσεβής, δεν έχω μάθει τίποτα άλλο. Αν μπορούσα να μ ιλάω και να διδάσκω θα ήμουν ίσως σοφός, τώρα όμως είμαι μόνο περαματάρης και η δουλειά μου είναι αυτή, να περνάω τους ανθρώπους από το ποτάμι. Έ χ ω περάσει πολλούς, χιλιάδες, και για όλους αυτούς ο ποταμός μου δεν ήταν τίποτα άλλο παρά έ¬ να εμπόδιο στο ταξίδι τους. Ταξίδευαν για λεφτά και υπο¬ θέσεις, για γάμους και προσκυνήματα και ο ποταμός βρι¬ σκόταν στο δρόμο τους και ο περαματάρης ήταν εκεί για να τους περάσει γρήγορα πάνω απ ' το εμπόδιο. Μερικοί όμως από τις χιλιάδες, πολύ λίγοι , τέσσερις ή πέντε, που ο ποταμός έπαψε να είναι γΓ αυτούς εμπόδιο, άκουσαν τη φωνή του, τον άκουσαν με προσοχή και ο ποταμός έγινε ιερός και γΓ αυτούς, όπως είναι για μένα. Ας ησυχάσουμε τώρα, Σιντάρτα".

Ο Σιντάρτα έμεινε κοντά στον περαματάρη, έμαθε να κουμαντάρει τη βάρκα και όταν δεν είχαν τίποτα να κάνουν στο πέρασμα, δούλευε μαζί με τον Βαζουντέβα στο χωρά¬ φι με το ρύζι, μάζευε ξύλα ή έκοβε τους καρπούς από τις μπαμπανιές. Έμαθε να φτιάχνει κουπιά, να επισκευάζει τη βάρκα, να πλέκει καλάθια και ήταν χαρούμενος για όλα ό¬ σα μάθαινε, και οι μέρες και οι μήνες κυλούσαν γρήγορα. Ο ποταμός όμως του μάθαινε περισσότερα απ'όσα μπορού¬ σε να του μάθει ο Βαζουντέβα. Μάθαινε απ ' αυτόν ασταμά¬ τητα. Κυρίως όμως έμαθε απ ' αυτόν να ακούει, να ακούει προσεκτικά με ήρεμη καρδιά, με υπομονετική, ανοιχτή ψυχή, χωρίς εμπάθεια, χωρίς επιθυμία, χωρίς κρίση, χω¬ ρίς γνώμη.

- 8 8 - - 8 9 -

Page 45: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Ζούσε ευτυχισμένος κοντά στον Βαζουντέβα και κάποτε αντάλλαζαν κουβέντες, λίγες και πολύ σκεφτικές.

Ο Βαζουντέβα δεν αγαπούσε την κουβέντα και σπάνια ο Σιντάρτα κατάφερνε να τον κάνει να μιλήσει.

Τον ρώτησε λοιπόν μια φορά: "Έχεις μάθει από τον πο­ταμό αυτό μυστικό: ότι δεν υπάρχει χρόνος;"

Το πρόσωπο του Βαζουντέβα το σκέπασε ένα φωτεινό χαμόγελο.

"Ναι, Σιντάρτα", είπε. "Είναι αυτό που σκέφτεσαι: ότι ο ποταμός βρίσκεται την ίδια ώρα παντού, στις πηγές και στις εκβολές, στον καταρράκτη, στο πέρασμα, στον στρό¬ βιλο, στη θάλασσα, στα βουνό, παντού σγχρόνως και γι Τ

αυτόν υπάρχει μόνο παρόν, κι ούτε η σκιά του παρελθό¬ ντος, ούτε η σκιά του μέλλοντος,·"

"Αυτό είναι", είπε ο Σιντάρτα. "Και όταν το κατάλαβα αυτό, τότε κοίταξα όλη τη ζωή μου και ήταν κι αυτή σαν ποτάμι. Οι σκιές μόνο χώριζαν το αγόρι Σιντάρτα από τον άντρα Σιντάρτα κι αυτόν από το γέρο Σιντάρτα και όχι η πραγματικότητα. Και οι προηγούμενες γεννήσεις του Σιν-τάρτα δεν ήταν παρελθόν, ούτε ο θάνατος και η επιστροφή του στο Βράχμαν μέλλον. Τίποτα δεν υπήρξε, τίποτα δε θα υπάρξει, όλα υπάρχουν, όλα έχουν ουσία και παρόν".

Ο Σιντάρτα μιλούσε μαγεμένος, αυτή η ανακάλυψη τον είχε κάνει βαθιά ευτυχισμένο. Ω, δεν ήταν λοιπόν όλοι οι πόνοι χρόνος, δεν ήταν όλοι οι αυτοβασανισμοί και ο τρό¬ μος του εαυτού του χρόνος, δεν ξεπερνιούνταν όλες οι δυσκολίες, όλες οι έχθρες του κόσμου, όταν ο άνθρωπος νικούσε το χρόνο, όταν μπορούσε να τον διώξει από τη σκέψη του; Είχε μιλήσει μαγεμένος, ο Βαζουντέβα όμως του χαμογελούσε αχτινοβολώντας και έγνεψε καταφατι¬ κά, έγνεψε σιωπηλός, χάιδεψε με το χέρι του τον ώμο του Σιντάρτα και γύρισε στη δουλειά του.

Και μια άλλη φορά πάλι, την εποχή των βροχών, όταν ο ποταμός είχε φουσκώσει και κυλούσε με δύναμη, τότε είπε ο Σιντάρτα: "Δεν είναι αλήθεια, φίλε, ότι ο ποταμός έ­χει τόσες πολλές φωνές, πάρα πολλές φωνές; Δεν έχει τη φωνή ενός βασιλιά κι ενός πολεμιστή κι ενός ταύρου κι

ενός νυχτοπουλιού και μιας ετοιμόγεννης και κάποιου που αναστενάζει και χυ\ιάδες φωνές· "

"Έτσι είναι", έγνεψε ο Βαζουντέβα, "όλες οι φωνές των πλασμάτων βρίσκονται στη φωνή του" .

"Και ξέρεις", συνέχισε εντονότερα ο Σιντάρτα, "ποια λέ¬ ξη λέει όταν κατορθώνεις να ακούσεις όλες τις χυλιάδες φωνές του συγχρόνως,·"

Το πρόσωπο του Βαζουντέβα γελούσε ευτυχισμένο, έ¬ γειρε πάνω στον Σιντάρτα και του ψιθύρισε στο αυτί το άγιο Ομ. Και ήταν ακριβώς αυτό που είχε ακούσει ο

Σιντάρτα. Και από καιρό σε καιρό το χαμόγελο του περαματάρη

γινόταν όμοια αστραφτερό, λαμπερό, φωτισμένο από ευ¬ τυχία, χαμογελούσε το ίδιο από χιλιάδες μικρές ρυτίδες, με τρόπο τόσο παιδικό, όσο και γεροντικό. Πολλοί ταξι¬ διώτες, όταν έβλεπαν τους δυο περαματάρηδες τους περ¬ νούσαν για αδέλφια. Συχνά το βραδάκι κάθονταν μαζί στην όχθη, πάνω σ' ένα κορμό δέντρου, σιωπηλοί , και ά¬ κουγαν μαζί το νερό, που γΓ αυτούς δεν ήταν μόνο νερό αλλά η φωνή της ζωής, η φωνή του είναι, η φωνή του αι¬ ώνιου γίγνεσθαι. Και τύχαινε συχνά, ακούγοντας το ποτά¬ μι να σκέφτονται τα Ίδια πράγματα, μια προχθεσινή συζή¬ τηση, έναν από τους ταξιδιώτες τους, που τους απασχο¬ λούσε το πρόσωπο και η μο'ιρα του, το θάνατο, την παιδική τους ηλικία, και όταν το ποτάμι τους έλεγε κάτι καλό, την ίδια στιγμή κοίταζαν ο ένας τον άλλο, κάνοντας και οι δυο τις ίδιες σκέψεις, ευτυχισμένοι και οι δυο για την α¬ πάντηση στην ίδια ερώτηση.

Κάτι έβγαινε από το πέρασμα και τους δυο περαματά-ρηδες, που το ένιωθαν μερικοί από τους ταξιδιώτες.

Τύχαινε μερικές φορές ένας ταξιδιώτης, αφού είχε κοι¬ τάξει το πρόσωπο ενός από τους περαματάρηδες, να αρ¬ χίζει να διηγείται τη ζωή του και τον πόνο του, να ομο¬ λογεί τις κακίες του και να παρακαλάει για παρηγοριά και συμβουλή. "Αλλοτε τύχαινε να ζητάει κάποιος την άδεια να περάσει το βράδυ μαζί τους για να ακούσει τον ποταμό. Τύχαινε ακόμη να έρχονται περίεργοι, που τους είχαν δι-

- 9 0 - - 9 1 -

Page 46: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

ηγηθεί ότι σ' αυτό το πέρασμα ζουν δυο σοφοί ή μάγοι ή άγιοι. Οι περίεργοι έκαναν πολλές ερωτήσεις αλλά δεν έπαιρναν καμιά απάντηση και δεν έβρισκαν ούτε μάγους, ούτε σοφούς, έβρισκαν μόνο δυο καλωσυνάτα γεροντά­κια που φαίνονταν να είναι βουβά και κάπως παράξενα και κουτά. Και οι περίεργοι γελούσαν και διασκέδαζαν μ' αυ¬ τό, πόσο ανόητα και ευκολόπιστα διαδίδει ο λαός τέτοιες φήμες.

Τα χρόνια περνούσαν αλλά κανείς δεν τα μετρούσε. Κάποτε έφτασαν μερικοί μοναχοί προσκυνητές, οπαδοί του Γκοτάμα, του Βούδα και παρακάλεσαν να τους περά¬ σουν από το ποτάμι. Οι περαματάρηδες έμαθαν α π ' αυτούς ότι γύριζαν βιαστικά στο μεγάλο τους δάσκαλο γιατί είχε διαδοθεί η είδηση ότι ο Έ ξ ο χ ο ς ήταν βαριά άρρωστος και ότι σύντομα θα πέθαινε τον τελευταίο ανθρώπινο θάνατο του, για να φτάσει τη λύτρωση. Μετά από λίγο ήρθε μια άλλη ομάδα μοναχών προσκυνητών και άλλη μια, και τόσο οι μοναχοί όσο και οι περισσότεροι από τους άλλους τα¬ ξιδιώτες και οδοιπόρους δε μιλούσαν για τίποτα άλλο πα¬ ρά για τον Γκοτάμα και τον επικείμενο θάνατο του. Και ό¬ πως σε μια εκστρατεία ή στη στέψη κάποιου βασιλιά συρ¬ ρέουν οι άνθρωποι από παντού και απ ' όλες τις πλευρές, κοπαδιαστά σαν μυρμήγκια, έτσι, σαν να τους τραβούσε κάτι μαγικό, πήγαιναν εκεί που ο μεγάλος Βούδας περί¬ μενε το θάνατο, εκεί που θα συνέβαινε το ανεπανόρθωτο και ο μεγάλος Τέλειος μιας εποχής θα άγγιζε πια το ύψι¬ στο μεγαλείο.

Εκείνες τις μέρες ο Σιντάρτα σκεφτόταν πολύ το σοφό που πέθαινε, το μεγάλο δάσκαλο, που η φωνή του είχε νουθετήσει λαούς και είχε ξυπνήσει εκατοντάδες χυλιάδες κόσμο* κι αυτός ακόμα είχε ακούσει κάποτε τη φωνή του και είχε αντικρύσει το ιερό πρόσωπο του με σεβασμό. Τον σκεφτόταν ευχάριστα, έβλεπε μπρος στα μάτια του την πο¬ ρεία του προς την τελειότητα και χαμογελαστός θυμήθη¬ κε τα λόγια που όταν ήταν νέος άνδρας είχε πει στον Έ­ξοχο. Ή τ α ν περήφανα και πανέξυπνα λόγια, έτσι του φαι¬ νόταν, και τα θυμόταν χαμογελώντας. Καιρό τώρα δεν αι-

σθανόταν χωρισμένος από τον Γκοτάμα, αν και δεν μπό¬ ρεσε να δεχθεί τη διδασκαλία του. Ό χ ι , ένας πραγματικός αναζητητής, κάποιος που αληθινά θέλει να βρει, δεν μπο¬ ρεί να δεχθεί καμιά διδασκαλία. Αυτός όμως, αυτός που εί¬ χε βρει, αυτός μπορούσε να επιδοκιμάσει κάθε διδασκαλία, κάθε δρόμο, κάθε στόχο, τίποτα δεν τον χώριζε από τις χιλιάδες άλλους, που ζούσαν στην αιωνιότητα και που ζούσαν το θείο.

Μια από κείνες τις μέρες, που τόσοι πολλοί πήγαιναν να προσκυνήσουν τον Βούδα που πέθαινε, ξεκίνησε η Κα-μάλα, που κάποτε ήταν η ωραιότερη εταίρα. Εδώ και καιρό είχε τραβηχθεί από την παλιά της ζωή, είχε δωρίσει τον κή¬ πο της στους μοναχούς του Γκοτάμα, είχε αφοσιωθεί στη διδασκαλία του και ανήκε στις φίλες και ευεργέτριες των προσκυνητών. Όταν άκουσε την είδηση για τον επικείμενο θάνατο του Γκοτάμα, πήρε πεζή το δρόμο μαζί με το μι¬ κρό Σιντάρτα, το γιο της, με απλά ρούχα. Μαζί με το μικρό της γιο έφτασε στον ποταμό* το παιδί όμως είχε ήδη κου¬ ραστεί και ήθελε να γυρίσει στο σπίτι, ήθελε να ξεκουρα¬ στεί, να φάει, έγινε πεισματάρικο και κλαψιάρικο. Η Κα-μάλα αναγκαζόταν συχνά να αναπαύεται μαζί του, είχε συνηθίσει να επιβάλλεται η θέληση του, έπρεπε να τον τα­ΐζει, να τον παρηγορεί, να τον μαλώνει. Δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε αυτός και η μητέρα του να κάνουν αυτό το κουραστικό και θλιβερό προσκύνημα σ' έναν άγνωστο τό¬ πο, σ' έναν ξένο άνθρωπο, που ήταν άγιος και κόντευε να πεθάνει. Ας πέθαινε, τί τον ενδιέφερε;

Οι προσκυνητές δεν ήταν μακρυά από το πέρασμα του Βαζουντέβα, όταν ο μικρός Σιντάρτα ανάγκασε τη μητέρα του άλλη μια φορά να ξεκουρασθουν. Και η ίδια ακόμα η Καμάλα ήταν κουρασμένη και όσο το αγόρι έτρωγε μια μπανάνα, εκείνη κάθησε κάτω στη γη , έκλεισε τα μάτια και ηρέμησε. Ξαφνικά όμως ούρλιαξε, το αγόρι την κοίταξε τρομαγμένο και είδε το πρόσωπο της να χλωμιάζει από την ταραχή και κάτω από το φόρεμα της να ξεπροβάλλει ένα μικρό μαύρο φίδι που είχε δαγκώσει την Καμάλα.

Έτρεξαν και οι δυο βιαστικά για να συναντήσουν αν-

- 9 2 - - 9 3 -

Page 47: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

θρώπους κι έφτασαν κοντά στο πέρασμα. Εκεί όμως η Κα­μάλα σωριάστηκε και δεν μπορούσε να συνεχίσει. Το α­γόρι έβγαζε θρηνητικά ξεφωνητά και την ίδια ώρα φιλού­σε και αγκάλιαζε τη μητέρα του που φώναζε κι αυτή για βοήθεια, ώσπου οι ήχοι έφτασαν στ' αυτιά του Βαζουντέ­βα που στεκόταν κοντά στο πέρασμα. Ήρθε γρήγορα, πή¬ ρε τη γυναίκα στα χέρια του, την έβαλε στη βάρκα και το αγόρι έτρεχε μαζί του. Έφτασαν γρήγορα όλοι στην καλύ¬ βα, όπου ο Σιντάρτα στεκόταν στο τζάκι και ετοίμαζε τη φωτιά. Κοίταξε και είδε πρώτα το πρόσωπο του παιδιού που κάτι του θύμιζε παράξενα, του θύμιζε κάτι ξεχασμέ¬ να. Έπειτα είδε την Καμάλα και την αναγνώρισε αμέσως, αν και βρισκόταν αναίσθητη στα χέρια του περαματάρη. Και τότε κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο γιος του, που το πρό¬ σωπο του του θύμισε τόσα πολλά και η καρδιά του στο στήθος του αναστατώθηκε.

Η πληγή της Καμάλα πλύθηκε αλλά γρήγορα μαύρισε και το κορμί της φούσκωσε. Της έδωσαν να πιει κάποιο γιατρικό. Ξαναβρήκε τις αισθήσεις της, ήταν ξαπλωμένη στην καλύβα στο κρεβάτι του Σιντάρτα και πάνω της σκυμ¬ μένος ήταν ο Σιντάρτα που τόσο είχε αγαπήσει κάποτε. Της φαινόταν σαν όνειρο, κοίταζε χαμογελαστή το πρόσω¬ πο του φίλου της, σιγά σιγά κατάλαβε την κατάσταση της, θυμήθηκε το δάγκωμα και φοβισμένη φώναξε το αγόρι.

"Είναι κοντά σου, μην ανησυχείς", είπε ο Σιντάρτα. Η Καμάλα τον κοίταξε στα μάτια. Μίλησε με γλώσσα

βαριά, παραλυμένη από το δηλητήριο. "Γέρασες, αγαπη¬ μένε", είπε, "τα μαλλιά σου άσπρισαν. Αλλά μοιάζεις με το νέο σαμάνο, που ήρθε κάποτε σε μένα, στον κήπο μου, χωρίς ρούχα και με σκονισμένα πόδια. Του μοιάζεις πολύ περισσότερο απ ' ό,τι του έμοιαζες τότε που άφησες τον Καμασβάμι κι εμένα. Του μοιάζεις στα μάτια, Σιντάρτα. Αχ, κι εγώ γέρασα, γέρασα — μ' αναγνώρισες όμως,·"

Ο Σιντάρτα χαμογέλασε: " Σ ' αναγνώρισα αμέσως Κα-μάλα, αγαπημένη".

Η Καμάλα έδειξε το αγόρι της και είπε: "Τον αναγνώρι¬ σες κι αυτόν; Είναι ο γιος σου" .

Τα μάτια της πλανήθηκαν και έκλεισαν. Το αγόρι έ¬ κλαιγε, ο Σιντάρτα το πήρε στα γόνατα του, το άφησε να κλάψει, του χάιδεψε τα μαλλιά και κοιτάζοντας το πρό¬ σωπο του παιδιού του ήρθε στο μυαλό μια προσευχή των βραχμάνων, που είχε μάθει κάποτε, όταν ήταν ο Ίδιος μι¬ κρό αγόρι. Με τραγουδιστή φωνή, αργά, άρχισε να τη λέ¬ ει και οι λέξεις έβγαιναν από το παρελθόν και την παιδική ηλικία. Με το τραγούδι του ησύχασε το αγόρι, έκλαψε λί¬ γο ακόμα και κοιμήθηκε. Ο Σιντάρτα το έβαλε στο κρεβά¬ τι του Βαζουντέβα. Ο Βαζουντέβα στεκόταν στο τζάκι και μαγείρευε ρύζι. Ο Σιντάρτα του έρριξε ένα βλέμμα και ε¬ κείνος το ανταπέδωσε χαμογελώντας.

"Θα πεθάνει", είπε ο Σιντάρτα σιγανά. Ο Βαζουντέβα έγνεψε ναι. Στο καλωσυνάτο του πρόσω¬

πο έτρεχε η λάμψη της φωτιάς από το τζάκι. Κάποια στιγμή η Καμάλα ξαναβρήκε τις αισθήσεις της.

Ο πόνος είχε παραμορφώσει το πρόσωπο της, το βλέμμα του Σιντάρτα διάβαζε τον πόνο στο στόμα της, στα χλωμά της μάγουλα. Διάβαζε σιωπηλά, προσεκτικά, υπομονετι¬ κά, βυθισμένος στον πόνο της. Η Καμάλα το ένιωσε, το βλέμμα της αναζήτησε τα μάτια του.

Κοιτάζοντας τον, είπε: "Τώρα βλέπω ότι έχουν αλλάξει ακόμα και τα μάτια σου. Έχουν γίνει ολότελα διαφορετι¬ κά. Από πού λοιπόν καταλαβαίνω ότι είσαι ο Σιντάρτα; Είσαι και δεν είσαι".

Ο Σιντάρτα δε μίλησε, τα μάτια του κοίταζαν τα δικά της σιωπηλά.

"Το κατόρθωσες,·" ρώτησε αυτή. "Βρήκες ειρήνη;" Χαμογέλασε και ακούμπησε το χέρι του στο δικό της. "Το βλέπω", είπε αυτή, "το βλέπω. Κι εγώ θα βρω ει¬

ρήνη". "Την βρήκες", είπε ψιθυριστά ο Σιντάρτα. Η Καμάλα τον κοίταξε ολόισια στα μάτια. Σκεφτόταν ό¬

τι ήθελε να πάει να προσκυνήσει τον Γκοτάμα, να δει το πρόσωπο ενός Τέλειου, να αναπνεύσει την ηρεμία του και ότι αντί για κείνον συνάντησε τώρα αυτόν εδώ, κι ότι ή¬ ταν καλό, το ίδιο καλό, σαν να είχε δει εκείνον. Ήθελε να

- 9 4 - - 9 5 -

Page 48: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

του το πει, αλλά η γλώσσα δεν υπάκουε πια στη θέληση της. Σιωπηλή τον κοίταζε και ο Σιντάρτα έβλεπε στα μά­τια της τη ζωή να χάνεται. Όταν ο τελευταίος πόνος γέ­μισε τα μάτια της και πέρασε, όταν το τελευταίο ρίγος δια­πέρασε το κορμί της, το χέρι του έκλεισε τα βλέφαρα της.

Κάθησε ώρα και κοίταζε το κοιμισμένο πρόσωπο της. Παρατηρούσε το στόμα της, το γερασμένο, κουρασμένο στόμα της με τα χείλια που είχαν ζαρώσει και θυμήθηκε ότι κάποτε, στην άνοιξη της ζωής του είχε παρομοιάσει αυτό το στόμα με φρεσκοκομμένο σύκο. Κάθησε ώρα και διάβαζε το χλωμό πρόσωπο, τις κουρασμένες ρυτίδες, πλημμύριζε απ ' αυτό που έβλεπε. Έβλεπε και το δικό του πρόσωπο ξαπλωμένο, το Ίδιο άσπρο, το ίδιο χαμένο και την Ίδια στιγμή έβλεπε το δικό του και το δικό της πρό¬ σωπο, όταν ήταν νέο, με κόκκινα χείλια, με λαμπερά μάτια και τον κυρίεψε το αίσθημα του παρόντος και του σύγ­χρονου, το αίσθημα της αιωνιότητας. Έν ιωσε βαθιά, πιο βαθιά από ποτέ άλλοτε, την αθανασία κάθε ζωής, την αιωνιότητα κάθε στιγμής.

Όταν σηκώθηκε, ο Βαζουντέβα του είχε ετοιμάσει ρύ­ζι, αλλά ο Σιντάρτα δεν έφαγε. Στο σταύλο, που ήταν η κατσίκα τους, στοίβαξαν οι δυο γέροντες λίγα άχυρα και ο Βαζουβέντα έπεσε να κοιμηθεί. Ο Σιντάρτα όμως βγήκε έξω και πέρασε όλη τη νύχτα βυθισμένος στο παρελθόν, άγγιζε και αγκάλιαζε συγχρόνως όλες ης περιόδους της ζωής του. Μερικές φορές όμως σηκωνόταν, έφτανε μέ­χρι την πόρτα της καλύβας και άκουγε, αν το αγόρΓκοιμό-ταν.

Νωρίς το πρωί, πριν ακόμα φανεί ο ήλιος, βγήκε ο Βα-ζουντέβα από τον σταύλο και βρήκε τον φίλο του.

"Δεν κοιμήθηκες", είπε. " Ό χ ι , Βαζουντέβα. Κάθησα εδώ και άκουσα το ποτά¬

μι. Μου είπε πολλά, με γέμισε με σωτήριες σκέψεις, με τη σκέψη της ενότητας".

"Πόνεσες, Σιντάρτα, βλέπω όμως ότι καμιά θλίψη δεν μπήκε στην καρδιά σου" .

" Ό χ ι , αγαπημένε, πώς θα μπορούσα να είμαι θλιμμέ-

νος; Εγώ, που ήμουνα πλούσιος και'ευτυχισμένος, τώρα είμαι ακόμα πιο πλούσιος και ακόμα πιο ευτυχισμένος. Μου χάρισαν το γιο μου" .

"Ο γιος είναι καλοδεχούμενος κι από μένα. Τώρα όμως Σιντάρτα, ας πάμε στη δουλειά μας, έχουμε να κάνουμε πολλά. Η Καμάλα πέθανε στο ίδιο κρεβάτι που πέθανε κά¬ ποτε η γυναίκα μου. Και στον ίδιο λόφο που έστησα κά¬ ποτε την πυρά της γυναίκας μου θα στήσουμε την πυρά της Καμάλα".

Και ενώ το παιδί κοιμόταν, ετοίμασαν την πυρά .

Page 49: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Ο ΓΙΟΣ

Τρομαγμένο το αγόρι και με δάκρυα στα μάτια στάθηκε στην ταφή της μητέρας του, σκυθρωπό και τρομαγμένο άκουσε τον Σιντάρτα να τον χαιρετίζει σαν γιο του και να τον καλωσορίζει στην καλύβα του Βαζουντέβα. Χλωμό, κάθησε όλη τη μέρα στο λόφο των νεκρών, δεν ήθελε να φάει , σφράγισε τα μάτια του, σφράγισε την καρδιά του, αντιστεκόταν στη μοίρα του και αρνιόταν το πεπρωμένο του.

Ο Σιντάρτα δεν το πείραζε και το άφηνε μόνο, σεβόταν τη θλίψη του. Καταλάβαινε ότι ο γιος του δεν τον γνώ¬ ριζε, ότι δεν μπορούσε να τον αγαπήσει σαν πατέρα του. Σιγά σιγά είδε και ακόμα κατάλαβε ότι το εντεκάχρονο α¬ γόρι ήταν κακομαθημένο, παιδί της μητέρας του, μεγαλω¬ μένο με τις συνήθειες του πλούτου, συνηθισμένο σε νόστι¬ μα φαγητά και μαλακό ψωμί, συνηθισμένο να διατάζει υ¬ πηρέτες. Ο Σιντάρτα κατάλαβε ότι το θλιμμένο και κακο¬ μαθημένο αγόρι δεν θα μπορούσε ξαφνικά και καλόβου­λα να ικανοποιείται στην ξενιτιά και στη φτώχια. Δεν το πίεζε, έκανε μερικές δουλειές αντί γΓ αυτό, διάλεγε πάντα την καλύτερη μερίδα γΓ αυτό. Έλπ ι ζε να το κερδίσει σι­γά σιγά, με την καλωσυνάτη υπομονή. Είχε ονομάσει τον εαυτό του πλούσιο και ευτυχισμένο, όταν ήρθε το αγόρι κοντά του. Καθώς όμως ο καιρός περνούσε και το αγόρι έμενε ξένο και σκυθρωπό, έδειχνε καρδιά περήφανη και πεισματάρικη, δεν ήθελε να κάνει καμιά δουλειά, δεν έδει¬ χνε κανένα σεβασμό στους γέρους και έκλεβε καρπούς α¬ πό τα δέντρα του Βαζουντέβα, τότε άρχισε ο Σιντάρτα να

καταλαβαίνει, ότι ο γιος του δεν έφερνε χαρά και ευτυχία αλλά πόνο και φροντίδες. Αλλά τον αγαπούσε και προτι¬ μούσε τον πόνο και τις φροντίδες της αγάπης παρά την χα¬ ρά και την ευτυχία που είχε χωρίς το αγόρι.

Από τότε που ρ Ακκρός Σιντάρτα ήρθε στην καλύβα, οι γέροι μοίρασαν τις δουλειές. Ο Βαζουντέβα ανέλαβε πά¬ λι τη θέση του περαματάρη μόνος του και ο Σιντάρτα, για να βρίσκεται κοντά στο γιο του, τις δουλειές στην κα¬ λύβα και το χωράφι .

Πολύ καιρό, πολλούς μήνες περίμενε ο Σιντάρτα να τον καταλάβει ο γιος του, να δεχθεί την αγάπη του και ίσως και να την ανταποδώσει. Πολύ καιρό περίμενε ο Βεζουντέ-βα, που παρακολουθούσε, περίμενε και σώπαινε. Μια μέ¬ ρα, που ο νεαρός Σιντάρτα είχε πάλι βασανίσει τον πατέρα του με το πείσμα και τις ιδιοτροπίες του και του είχε σπά¬ σει δυο γαβάθες με ρύζι, το βράδυ πήρε ο Βαζουντέβα το φίλο του παράμερα και του μίλησε.

"Συγχωρά με", είπε, "σου μιλάω σαν φίλος. Βλέπω ότι βασανίζεσαι, βλέπω ότι στεναχωριέσαι. Ο γιος σου, αγαπη¬ μένε, σου δημιουργεί βάσανα και σε μένα το ίδιο. Το νε¬ αρό πουλί είναι συνηθισμένο σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη φωλ ιά . Δεν δραπέτευσε όπως εσύ από τον πλούτο και την πόλη από αηδία και κόρο, αλλά άφησε να γίνουν όλ' αυ­τά χωρίς τη θέληση του. Ρώτησα τον ποταμό, φίλε μου, τον ρώτησα πολλές φορές. Ο ποταμός όμως γελάει, γε¬ λάει μαζί μου και μαζί σου και αναταράχτηκε από την ανοησία μας. Το νερό θέλει νερό, τα νιάτα νιάτα, ο γιος σου δε βρίσκεται σε τόπο που μπορεί να προκόψει . Ρώτα κι εσύ τον ποταμό, άκουσε τον μόνος σου ! "

Λυπημένος ο Σιντάρτα κοίταξε το φιλικό πρόσωπο που στις πολλές ρυτίδες του φώλιαζε μόνιμη καλωσυνη.

"Μπορώ να τον αποχωριστώ;" ρώτησε σιγανά, ντροπια¬ σμένος. "Δώσε μου χρόνο, αγαπημένε! Βλέπεις, αγωνίζο¬ μαι γΓ αυτόν, κυνηγάω την καρδιά του, θέλω να την κερδί¬ σω με την αγάπη και την καλωσυνάτη υπομονή. Πρέπει και σ* αυτόν να μιλήσει κάποτε ο ποταμός, είναι κι αυτός προ¬ ορισμένος".

- 9 9 -

Page 50: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Το χαμόγελο του Βαζουντέβα άνθισε θερμότερο. "Ω ναι , είναι κι αυτός προορισμένος, ανήκει κι αυτός

στην αιώνια ζωή. Αλλά ξέρουμε εμείς, εσύ κι εγώ, για τί είναι προορισμένος, για ποιο δρόμο, για ποιες πράξεις, για ποιους πόνους; Οι πόνοι του δε θα είναι μικροί, η καρδιά του δε θα είναι περήφανη και σκληρή, τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να πονέσουν πολύ , να σφάλλουν π ο λ ύ , να κάνουν πολλές αδικίες, να φορτωθούν πολλές αμαρτίες. Πες μου, αγαπημένε μου: Δεν εκπαιδεύεις το γιο σου; Δεν τον πιέ­ζεις; Δεν τον χτυπάς; Δεν το τιμωρείς,·"

" Ό χ ι Βαζουντέβα, δεν κάνω τίποτα απ ' αυτά". "Το ήξερα. Δεν το πιέζεις, δεν τον χτυπάς, δεν τον προ¬

στάζεις γιατί ξέρεις ότι η ηπιότητα είναι δυνατότερη από τη δύναμη, το νερό δυνατότερο από το βράχο, η αγάπη δυ¬ νατότερη από τη βία. Πολύ καλά, σε επαινώ. Αλλά δεν εί¬ ναι λάθος σου να πιστεύεις ότι δεν τον πιέζεις, δεν τον τι¬ μωρείς; Δεν τον δένεις με τα δεσμά της αγάπης σου; Δεν τον ντροπιάζεις και κάνεις την κατάσταση ακόμα δυσκο¬ λότερη γΓ αυτόν με την καλωσύνη και την υπομονή σου; Δεν το πιέζεις, αυτό το περήφανο και κακομαθημένο α¬ γόρι, να ζει σε μια καλύβα με δυο γέρους που τρέφονται με μπανάνες και που το ρύζι ακόμα είναι γι" αυτούς μεζές, που οι σκέψεις τους δεν μπορούν να γίνουν δικές του και που η γερασμένη και ήσυχη καρδιά τους έχει διαφορετικό χτύπο από τη δική του; Δεν πιέζεται με όλα αυτά, δεν τι­μωρείται,·"

Ο Σιντάρτα κοίταζε κάτω. Ρώτησε σιγανά. "Τί νομίζεις ότι πρέπει να κάνω,·"

Ο Βαζουντέβα είπε: "Πήγαινε τον στην πόλη , πήγαινε τον στο σπίτι της μητέρας του και άφησε τον στους υπη¬ ρέτες που θα υπάρχουν ακόμα εκεί. Κι αν δεν είναι κα¬ νένας πια εκεί, πήγαινε τον σ' ένα δάσκαλο, όχι για τη διδασκαλία αλλά για να βρεθεί με άλλα αγόρια και κορί¬ τσια και με τον κόσμο που είναι ο δικός του. Δεν σκέφτη¬ κες καθόλου γΓ αυτό;"

"Βλέπεις μέσα στην καρδιά μου" , είπε θλιμμένος ο Σιν-τάρτα. "Το σκέφτομαι συχνά. Δες όμως, πώς μπορώ να τον

παραδώσω, αυτόν που δεν έχει καθόλου ήρεμη καρδιά,σ' αυτόν τον κόσμο; Δε θα γίνει αλαζόνας, δε θα χαθεί στις α¬ πολαύσεις και στη δύναμη, δε θα επαναλάβει όλες τις πλά¬ νες του πατέρα του, δε θα χαθεί/ και ίσως μια για πάντα, στη σανσάρα;" I

Φωτεινό άστραφτε το χαμόγελοΑ του περαματάρη. "Αγ¬ γιξε τρυφερά το μπράτσο του Σιντάρτα και είπε:."Ρώτα, φίλε, τον ποταμό γΓ αυτόΙ Ά κ ο υ σ ε τον να γελάει μ' αυ­τό! Πιστεύεις λοιπόν πραγματικά, ότι γνώρισες όλες τις ανοησίες σου, για να απαλλάξεις το γιο σου απ" αυτές; Μπορείς λοιπόν να προστατέψεις το γιο σου από τη σαν­σάρα; Πώς όμως; Με διδασκαλία, με παρακάλια, με νουθε¬ σίες; Αγαπημένε, ξέχασες ολότελα εκείνη την ιστορία, ε¬ κείνη, τη διδακτική ιστορία του Σιντάρτα, του γιου του βραχμάνου, που μου διηγήθηκες κάποτε εδώ, σ" αυτό το μέρος; Ποιος προφύλαξε το σαμάνο Σιντάρτα από την α¬ μαρτία, την πλεονεξία, την ανοησία; Μπόρεσαν να τον προ¬ φυλάξουν η ευσέβεια του πατέρα του, οι νουθεσίες των δασκάλων του, η προσωπική του θέληση, η προσωπική του αναζήτηση; Ποιος πατέρας, ποιος δάσκαλος μπόρεσαν να τον προστατέψουν απ ' αυτά, από το να ζήσει τη δική του ζωή , να λερωθεί μόνος του από τη ζωή , να φορτωθεί μόνος του τις αμαρτίες, να πιει ο ίδιος το πικρότερο πιοτό, να βρει μόνος το δρόμο του; Πιστεύεις λοιπόν, αγαπημένε, ότι μπορεί κάποιος ν' αποφύγει αυτό το δρόμο; Ί σ ω ς ο γιόκας σου, επειδή τον αγαπάς, επειδή θάθελες πρόθυμα να τον απαλλάξεις από τον πόνο και την οδύνη και την α¬ πογοήτευση; Αλλά ακόμα κι αν πέθαινες δέκα. φορές για χάρη του, δε θα μπορούσες έτσι να του πάρεις ούτε το ελάχιστο μέρος της μοίρας του" .

Ποτέ ξανά ο Βαζουντέβα δεν είχε πει τόσα πολλά λό¬ για. Ο Σιντάρτα τον ευχαρίστησε φυλικά, πήγε λυπημέ¬ νος στην καλύβα και για ώρα πολλή δεν τον έπαιρνε ο ύ¬ πνος. 0 Βαζουντέβα δεν του είπε τίποτα που να μην το εί¬ χε σκεφθεί και να μην το ήξερε κι ο ίδιος.

Ή τ α ν όμως μια γνώση που δεν μπορούσε να πραγματώ¬ σει, η αγάπη του για το αγόρι ήταν δυνατότερη από τη

- 1 0 0 - - 1 0 1 -

Page 51: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

γνώση, η τρυφερότητα του ήταν δυνατότερη, ο φόβος του μην το χάσει. Είχε δώσει ποτέ την καρδιά του περισσότε­ρο σ' οποιονδήποτε, είχε ποτέ αγαπήσει τόσο κάποιον άν­θρωπο, τόσο τυφλά, τόσο οδυνηρά, τόσο ανεπιτυχώς αλλά και τόσο ευτυχισμένα;

Ο Σιντάρτα δεν μπορούσε ν" ακολουθήσει τη συμβουλή του φίλου του, δεν μπορούσε να δώσει το γιο του. Αφέθη­κε να τον διατάζει το αγόρι, να τον περιφρονεί. Σώπαινε και περίμενε, άρχιζε καθημερινά το βουβό αγώνα της κα-λωσύνης, τον άφωνο πόλεμο της υπομονής. Και ο Βαζου-ντέβα σώπαινε και περίμενε πρόθυμα, με γνώση και μακρο-θυμία. Ήταν κι οι δυο μάστορες στην υπομονή.

Κάποτε, που το πρόσωπο του αγοριού του θύμισε πολύ την Καμάλα, ξανάφερε ο Σιντάρτα ξαφνικά στο μυαλό του κάποιες λέξεις που του είχε πει κάποτε, πριν πολύ καιρό, τις μέρες της νιότης του, η Καμάλα. "Δεν μπορείς ν' αγα­πήσεις", του είχε πει και της είχε δώσει δίκιο, και είχε πα­ρομοιάσει τον εαυτό του με αστέρι και τους ανθρώπους — παιδιά με φύλλα που πέφτουν, όμως σ' εκείνη τη λέξη εί¬ χε νιώσει και μια κατηγορία.

Στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχε δοθεί ολότελα σ' έναν άνθρωπο, ποτέ δεν είχε μπορέσει να αφοσιωθεί και να ξεχάσει τον εαυτό του, να διαβεί τις ανοησίες της αγά¬ πης για κάποιον άλλο. Δεν το μπόρεσε ποτέ αυτό και αυ¬ τό ήταν, όπως του φαινόταν τότε, η μεγάλη διαφορά, που τον ξεχώριζε από τους ανθρώπους — παιδιά. Τώρα όμως, από τότε που ο γιος του ήταν εκεί, τώρα κι αυτός ακόμα, ο Σιντάρτα, είχε γίνει ένας άνθρωπος — παιδί, που πονούσε για έναν άλλο άνθρωπο, που αγαπούσε έναν άλλο άνθρω¬ πο, χαμένος στην αγάπη, είχε γίνει ανόητος για χάρη της αγάπης. Τώρα ένιωθε κι αυτός ακόμα, αργοπορημένα κά¬ πως, για πρώτη φορά στη ζωή αυτό το δυνατό και παράξε¬ νο πάθος, υπέφερε εξαιτίας του, πονούσε άθλια, ήταν ό¬ μως " ευτυχισμένος, είχε κάπως ανανεωθεί, είχε κάπως πλουτίσει.

"Ενιωθε πραγματικά ότι αυτή η αγάπη, αυτή η τυφλή α¬ γάπη για το γιο του, ήταν ένα πάθος, κάτι πολύ ανθρώπι-

νο , ότι ήταν 'σανσάρα. θολή πηγή, σκούρο νερό. Την Ιδια ώρα όμως ένιωθε ότι δεν ήταν ανάξια, ότι ήταν αναγκαία, ότι ερχόταν από την ίδια την ουσία του. Και γΓ αυτήν ακό­μη τη χαρά έπρεπε να τιμωρηθεί, κι αυτούς ακόμη τους πό­νους θα δοκίμαζε, κι αυτές ακόμα τις ανοησίες θα έκανε.

Ο γιος ωστόσο τον οδηγούσε να κάνει αυτές τις ανοη¬ σίες, ναι, τον έκανε να ταπεινώνεται καθημερινά από τις ι¬ διοτροπίες του. Αυτός ο πατέρας δεν είχε τίποτα που να τον γοητεύει και τίποτα που να τον φοβίζει. Αυτός ο πατέ¬ ρας ήταν ένας καλός άνθρωπος, ένας καλός, ευγενικός, πράος άνθρωπος, ίσως ένας ευσεβής άνθρωπος, ίσως ένας άγιος — αυτές όλες δεν ήταν ιδιότητες που μπορούσαν να κερδίσουν το παιδί. Αυτός ο πατέρας του ήταν βαρετός γιατί τον κρατούσε σ' αυτή την άθλια καλύβα, του ήταν βαρετός και γιατί σε κάθε αταξία απαντούσε με χαμόγε¬ λο , σε κάθε βρισιά με ευγένεια, σε κάθε μοχθηρία με κα-λωσύνη. Και αυτό ήταν η πιο μισητή πονηριά αυτού του κρυψίνου γέροντα. Το αγόρι θα προτιμούσε να το απευ\εί, να το κακομεταχειρίζεται.

Ήρθε μια μέρα, που το μυαλό του νεαρού Σιντάρτα έ¬ φτασε να εκραγεί και στράφηκε ανοιχτά εναντίον του πα¬ τέρα του. Του είχε αναθέσει μια υπηρεσία, του είχε πει να μαζέψει φρύγανα. Το αγόρι όμως δεν έβγαινιΓαπό τηνχα-λύβα, στεκόταν πεισμωμένο και φουρκισμένο, χτυπούσε τα πόδια στο έδαφος, έσφιγγε τις γροθιές και φώναξε, σε μια σφοδρή έκρηξη, το μίσος και την περιφρόνηση για το πρόσωπο του πατέρα του.

"Μάζεψε μόνος τα φρύγανα σου ! " φώναξε με λύσσα, "δεν είμαι δούλος σου. Ξέρω ότι δε με χτυπάς, δεν το τολ¬ μάς, ξέρω ότι θέλεις να με τιμωρείς και να με μειώνεις μό¬ νιμα με την ευσέβεια και την επιείκεια σου. Θέλεις να γίνω σαν εσένα, τόσο ευσεβής, τόσο πράος, τόσο σοφός! Ά­κουσε όμως, εγώ, για να σε βλάψω, προτιμώ να γίνω ένας κλέφτης του δρόμου και δολοφόνος και να πάω στην κό¬ λαση, παρά να γίνω σαν εσένα! Σε μισώ, δεν είσαι πατέρας μου, ακόμα κι αν ήσουν δέκα φορές εραστής της μητέρας μου"

- 1 0 2 - - 1 0 3 -

Page 52: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

Ε Ρ Μ Α Ν ΕΣΣΕ Σ ΙΝΤΑΡΤΑ

Οργή και θλίψη τον είχαν καταλάβει και άφριζε με τα θυμωμένα και κακά λόγια που έλεγε στον πατέρα του. Με­τά το αγόρι έτρεξε απ ' εκεί και γύρισε πάλι αργά το βρά­δυ.

Το άλλο πρωί όμως είχε εξαφανισθεί. Εξαφανίστηκε α­κόμα κι ένα μικρό καλάθι, πλεγμένο με δίχρωμα χόρτα, στο οποίο οι περαματάρηδες φύλαγαν τα χάλκινα και αση¬ μένια νομίσματα, που έπαιρναν σαν αμοιβή για το πέρασμα. Εξαφανίστηκε και η βάρκα, ο Σιντάρτα την είδε πέρα, στην απέναντι όχθη. Το αγόρι είχε δραπετεύσει.

"Πρέπει να τον ακολουθήσω", είπε ο Σιντάρτα, που έ¬ τρεμε από τα κλάματα για τις χθεσινές βρισιές του αγο¬ ριού. "Ένα παιδί δεν μπορεί να περάσει μόνο του το δά­σος. Θα χαθεί. Πρέπει να φτιάξουμε, Βαζουντέβα, μια σχε¬ δία για να περάσω το νερό".

"Θα φτιάξουμε μια σχεδία", είπε ο Βαζουντέβα, "για να φέρουμε πίσω τη βάρκα μας που την άρπαξε ο νεαρός. Αυ¬ τόν όμως, φίλε, πρέπει να τον αφήσεις να φύγει, δεν είναι πια παιδί, ξέρει να βοηθήσει τον εαυτό του. Ζητάει το δρό­μο για την πόλη και έχει δίκιο, μην το ξεχνάς. Κάνει μόνος του αυτό, που παραμέλησες να κάνεις εσύ ο ίδιος. Φρο¬ ντίζει για τον εαυτό του, τραβάει το δρόμο του. Αχ, Σιν-τάρτα, σε βλέπω να υποφέρεις, αλλά υποφέρεις από πόνο για τον οποίο θα γελούσε κανείς, για τον οποίο κι εσύ ο ίδιος σύντομα θα γελάς".

Ο Σιντάρτα δεν απάντησε. Είχε πάρει κιόλας το πελέκι στα χέρια και άρχισε να κάνει μια σχεδία από μπαμπού και ο Βαζουντέβα τον βοήθησε να δέσει τους κορμούς με σχοινιά από χορτάρι. Μετά ξεκίνησαν, τράβηξαν μακριά και βγήκαν πέρα στην απέναντι όχθη του ποταμού.

"Γιατί πήρες μαζί σου το πελέκι,·" ρώτησε ο Σιντάρτα. Ο Βαζουντέβα είπε: "Μπορεί να έχουν χαθεί τα κουπιά

της βάρκας μας". Ο Σιντάρτα όμως ήξερε τί σκεφτόταν ο φίλος του. Σκε¬

φτόταν ότι το αγόρι θα είχε πετάξει τα κουπιά ή θα τα εί¬ χε σπάσει για να τους εκδικηθεί και για να τους εμποδί¬ σει να τον ακολουθήσουν. Και πραγματικά στη βάρκα

δεν υπήρχε κανένα κουπί. Ο Βαζουντέβα έδειξε το πότωμο της βάρκας και κοίταξε το φίλο του χαμογελώντας, σαν αν ήθελε να του πει: "Δε βλέπεις, τί θέλει να σου πει ο γιος σου; Δε βλέπεις ότι δε θέλει να τον ακολουθήσεις,·" Αλλά δεν το είπε με λέξεις. "Αρχισε μόνο να φτιάχνει ένα και¬ νούργιο κουπί. Ο Σιντάρτα όμως τον αποχαιρέτησε για να ψάξει τον δραπέτη. Ο Βαζουντέβα δεν τον εμπόδισε.

"Οταν ο Σιντάρτα είχε προχωρήσει ήδη πολύ στο δά¬ σος, σκέφτηκε ότι η αναζήτηση του ήταν ανώφελη. Σκε¬ φτόταν ότι ή το αγόρι θα βρισκόταν ήδη μακριά και θα εί¬ χε φτάσει κιόλας στην πόλη, ή ότι αν βρισκόταν ακόμα στο δρόμο, θσ κρυβόταν απ" αυτόν που το ακολουθούσε. Και όταν σκέφτηκε κι άλλο, ανακάλυψε ότι ούτε είχε χαθεί, ούτε τον απειλούσε κανένας κίνδυνος στο δάσος. Παρ' ό¬ λα αυτά έτρεχε ακατάπαυστα, όχι πια για να τον σώσει, αλλά από επιθυμία, μόνο για να τον ξαναδεί ίσως μια ακόμη φορά. Και έτρεξε μέχρι τα σύνορα της πόλης.

Όταν έφτασε στον φαρδύ δρόμο κοντά στην πόλη, στά¬ θηκε στην είσοδο του κήπου, που κάποτε ανήκε στην Κα-μάλα κι όπου την είχε δει κάποτε για πρώτη φορά στο φο¬ ρείο. Τα περασμένα ξεσηκώθηκαν πάλι στην ψυχή του, εί¬ δε πάλι τον εαυτό του να στέκεται, νέος, ένας γυμνός σαμάνος με γένεια και με μαλλιά κατασκονισμένα. Στάθηκε ώρα ο Σιντάρτα και κοίταζε από την ανοιχτή πόρτα τον κή¬ πο, είδε τους μοναχούς με τα κίτρινα ράσα να περπατούν κάτω από τα ωραία δέντρα.

Στάθηκε πολλή ώρα, σκεφτικός, βλέποντας εικόνες, α¬ κούγοντας την ιστορία της ζωής του. Στάθηκε ώρα πολλή και κοίταζε τους μοναχούς και αντί γι* αυτούς έβλεπε να περπατούν κάτω από τα ψηλά δέντρα ο Σιντάρτα νέος και η νέα Καμάλα. Είδε καθαρά τον εαυτό του, πώς φιλοξενή¬ θηκε από την Καμάλα, πώς πήρε το πρώτο φυλί της, πόσο περήφανα και περιφρονητικά κοίταζε τα χρόνια που ή¬ ταν βραχμάνος, πόσο περήφανα και περιφρονητικά άρχι¬ ζε τη ζωή του στον κήπο. Είδε τον Καμασβάμι, είδε τους υ¬ πηρέτες, τα ξεφαντώματα, τους παίχτες ζαριών, τους μου¬ σικούς, είδε το ωδικό πτηνό της Καμάλα στο κλουβί, τα έ-

- 1 0 4 - - 1 0 5 -

Page 53: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

ζησε όλ ' αυτά άλλη μια φορά, ανέπνευσε τη σανσάρα και ένιωσε για άλλη μια φορά την επιθυμία να χαθεί, και για άλλη μια φορά θεραπεύτηκε από το ιερό Ομ.

Αφού στάθηκε ώρα πολλή στην πόρτα του κήπου, κα­τάλαβε ο Σιντάρτα ότι η επιθυμία που τον είχε φέρει μέ­χρι αυτή την πόλη ήταν ανόητη, ότι δεν μπορούσε να βοη­θήσει το γιο του, ότι δεν έπρεπε να εξαρτιέται απ" αυτόν. Βαθιά στην καρδιά του ένιωσε την αγάπη για τον φυγάδα σαν μια πληγή και την ίδια στιγμή ένιωσε ότι η πληγή δεν του είχε δοθεί για να την σκαλίσει, αλλά έπρεπε να ανθίσει και να ακτινοβολήσει.

Λυπήθηκε που η πληγή δεν άνθιζε, δεν ακτινοβολούσε ακόμη εκείνη την ώρα. Στη θέση του σκοπού της επιθυ­μίας που τον είχε φέρει εδώ για να ακολουθήσει το γιο που είχε δραπετεύσει, υπήρχε μόνο κενό. Λυπημένος κά-θησε κάτω, ένιωσε να πεθαίνει κάτι στην καρδιά του, αι¬ σθάνθηκε το κενό, είδε ότι πια δεν υπήρχε καμιά ελπίδα, κανένας σκοπός. Καθόταν βυθισμένος και περίμενε. Αυτό είχε μάθει από τον ποταμό, αυτό μόνο: να περιμένει, να έ¬ χει υπομονή, να ακούει. Και καθόταν και άκουγε, στη σκό¬ νη του δρόμου, άκουγε την καρδιά του, πόσο κουρασμένα και θλιμμένα χτυπούσε, περίμενε τη φωνή. Κάθησε μερι¬ κές ώρες ακούγοντας, δεν έβλεπε πια εικόνες, βυθίστηκε στο κενό, αφέθηκε να βυθιστεί, χωρίς να βλέπει κανένα δρόμο. Κι όταν ένιωθε την πληγή να φλέγεται, πρόφερε το Ομ, γέμιζε από το Ομ. Τον είδαν οι μοναχοί από τον κήπο, και επειδή καθόταν πολλές ώρες και τα γκρίζα του μαλλιά είχαν γεμίσει σκόνη, ήρθε κάποιος κοντά του και άφησε μπροστά του δυο μπανάνες. Ο γέρος ούτε τον είδε.

Α π ' αυτή τη νάρκωση τον έβγαλε ένα χέρι, που άγγιξε τον ώμο του. Αναγνώρισε αυτό το άγγιγμα, το τρυφερό και ντροπαλό, και συνήρθε. Σηκώθηκε και χαιρέτησε τον Βαζουντέβα, που τον είχε ακολουθήσει. Και όταν κοίταξε το καλωσυνάτο πρόσωπο του Βαζουντέβα, πόσο έντονο ή¬ ταν το χαμόγελο που γέμιζε τις ρυτίδες και τα άγια μάτια, τότε χαμογέλασε κι αυτός. Είδε τώρα τις μπανάνες που βρίσκονταν μπροστά του, έδωσε μια στον περαματάρη και

έφαγε αυτός την άλλη. Μετά με τον Βαζουντέβα γύρισε πί­σω στο δάσος σιωπηλός, επέστρεψε στο πέρασμα. Κανένας τους δε μίλησε, γΓ αυτό που είχε συμβεί εκείνη τη μέρα, κανένας δεν ανέφερε το όνομα του παιδιού, κανένας δε μί¬ λησε για τη φυγή του, κανένας δε μίλησε για την πληγή.

Στην καλύβα, ο Σιντάρτα ξάπλωσε στο κρεβάτι του κι ό¬ ταν σε λίγο πλησίασε ο Βαζουντέβα για να του δώσει μια κούπα γάλα από καρύδα, τον βρήκε κιόλας να κοιμάται.

- 1 0 7 -

Page 54: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΣΙΝΤΑΡΤΑ

ΟΜ

Η πληγή έκαιγε καιρό. Ο Σιντάρτα έπρεπε να περνάει από τον ποταμό μερικούς ταξιδιώτες, που άλλος είχε ένα γιο, άλλος μια κόρη και κανέναν τους δεν έβλεπε χωρίς να ζηλέψει, χωρίς να σκεφτεί. "Τόσοι πολλοί - γιατί όχι κι εγώ; Ακόμα κι οι κακοί άνθρωποι, ακόμα κι οι κλέφτες κι οι ληστές έχουν παιδιά που τους αγαπούν, μόνο εγώ δεν έχω". Τόσο απλά, τόσο χωρίς κατανόηση σκεφτόταν, τό¬ σο όμοιος με τους ανθρώπους - παιδιά είχε γίνει.

Αλλιώτικα έβλεπε τώρα τους ανθρώπους, απ ' ό,τι πα¬ λιότερα, λιγότερο έξυπνα, λιγότερο περήφανα, όμως πιο ζεστά, πιο περίεργα, πιο συμπονετικά. Όταν περνούσε από το ποτάμι συνηθισμένους ταξιδιώτες, ανθρώπους - παι¬ διά, εμπόρους, πολεμιστές, γυναίκες, αυτοί οι άνθρωποι δεν του φαινόταν τόσο ξένοι όσο παλιά. Τους καταλάβαι¬ νε, τους καταλάβαινε και συμμεριζόταν τη ζωή τους, που δεν την κυβερνούσαν οι σκέψεις και οι ιδέες, αλλά μόνο τα ένστικτα και οι επιθυμίες, αισθανόταν όπως αυτοί. Αν και βρισκόταν κοντά στην τελειότητα και βαστούσε την τελευ¬ ταία πληγή του, του φαινόταν ότι αυτοί οι άνθρωποι ή¬ ταν αδέλφια του, οι ματαιοδοξίες τους, οι πλεονεξίες τους και οι γελοιότητες τους έχαναν γΓ αυτόν το γελοίο, γί¬ νονταν κατανοητές, γίνονταν αξιαγάπητες, άξιζαν ακόμα και το σεβασμό του. Η τυφλή αγάπη μιας μάνας για το παι¬ δί της, η ανόητη, τυφλή περηφάνεια ενός καυχησιάρη πα¬ τέρα για το μοναχογιόκα του, η τυφλή, άγρια προσπάθεια μιας νέας, ματαιόδοξης γυναίκας για στολίδια και αντρικά βλέμματα γεμάτα θαυμασμό, όλες αυτές οι ορμές, όλα αυ-

τά τα παιδιαρίσματα, όλες αυτές οι απλές και ανόητες αλ¬ λά άπειρα ισχυρές, οι έντονα ζωντανές, οι ικανές ορμές και απληστίες δεν ήταν τώρα πια για τον Σιντάρτα παιδιαρί¬ σματα, έβλεπε τους ανθρώπους να ζουν γι* αυτές, τους έ¬ βλεπε να κατορθώνουν απέραντα πράγματα χάρη σ' αυτές, να ταξιδεύουν, να κάνουν πολέμους, να υποφέρουν ατέλει¬ ωτα και να υπομένουν, και μπορούσε να τους αγαπάει γΓ αυτό. Έβλεπε τη ζωή, το ζωντανό, το αναλλοίωτο, το Βράχμαν σε κάθε πάθος τους, σε κάθε πράξη τους. Αξιαγά¬ πητοι και αξιοθαύμαστοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι μεσ' την τυφλή τους πίστη, την τυφλή τους δύναμη και καρτερικό¬ τητα. Δεν τους έλειπε τίποτα, ο σοφός και ο στοχαστής δεν είχαν τίποτα παραπάνω απ ' αυτούς εκτός από ένα μό¬ νο πράγμα, μια μικρή, ελάχιστη λεπτομέρεια: τη συνείδη­ση, τη συνειδητή γνώση της ενότητας όλης της ζωής. 0 Σιντάρτα μάλιστα αμφέβαλλε μερικές φορές, αν αυτή η γνώση, αυτή η σκέψη άξιζε τόσο πολύ, ή μήπως ήταν ένα παιχνίδισμα των ανθρώπων της σκέψης, των ανθρώπων -παιδιών της σκέψης. Σ' όλα τ' άλλα οι άνθρωποι του κό¬ σμου ήταν αντάξιοι ενός σοφού, συχνά ανώτεροι του, ό¬ πως και τα ζώα με την επίμονη, αδιατάρακτη εκτέλεση της αναγκαιότητας μερικές φορές φαίνονται να υπερτερούν από τους ανθρώπους.

Σιγά σιγά άνθιζε, σιγά σιγά ωρίμαζε στον Σιντάρτα η κα¬ τανόηση, η γνώση αυτού που είναι πραγματικά σοφία, αυ¬ τού που ήταν ο στόχος της μακράς του αναζήτησης. Δεν ή¬ ταν παρά μια ετοιμότητα της ψυχής, μια ικανότητα, μια κρυμμένη τέχνη, κάθε στιγμή σ' όλη τη ζωή να σκέφτεται κανείς την ενότητα, να αισθάνεται την ενότητα και να μπο¬ ρεί να την αναπνέει. Σιγά σιγά άνθιζαν μέσα του και αντα¬ νακλούσαν από το παιδικό πρόσωπο του γέρου Βαζουντέ-βα η αρμονία, η γνώση της αιώνιας τελειότητας του κό¬ σμου, το χαμόγελο, η ενότητα.

Η πληγή όμως έκαιγε ακόμα· με λαχτάρα αλλά και πί¬ κρα σκεφτόταν ο Σιντάρτα το γιο του, έτρεφε στην καρδιά του αγάπη και τρυφερότητα, άφηνε τον πόνο να τον κα¬ τατρώει, πέρασε απ ' όλες τις ανοησίες της αγάπης. Αυτή η

- 1 0 8 -

Page 55: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

φλόγα δεν έσβηνε από μόνη της. Και μια μέρα, που η πληγή φλεγόταν έντονα, ο Σιντάρ­

τα κυνηγημένος από τη λαχτάρα, πέρασε τον ποταμό, κα­τέβηκε και σκόπευε να πάει στην πόλη για να αναζητήσει το γιο του. Ο ποταμός κυλούσε ήρεμα και σιωπηλά, ήταν η εποχή της ξηρασίας, αλλά η φωνή του ηχούσε περίερ­γα: γελούσε ! Γελούσε καθαρά. Ο ποταμός γελούσε ανοι­χτά και καθαρά και γελούσε με τον περαματάρη. Ο Σιντάρ­τα στάθηκε, έσκυψε πάνω από το νερό για να ακούσει κα­λύτερα, και στο νερό που κυλούσε ήσυχα είδε να καθρε¬ φτίζεται το πρόσωπο του, και σ' αυτό το καθρεφτισμένο πρόσωπο υπήρχε κάτι που του θύμιζε κάτι ξεχασμένο και αφού σκέφτηκε λ ίγο, το βρήκε: αυτό το πρόσωπο έμοιαζε μ' ένα άλλο, που είχε γνωρίσει κάποτε, είχε αγαπήσει και είχε φοβηθεί. Έμοιαζε με το πρόσωπο του πατέρα του, του βραχμάνου. Και θυμήθηκε, πώς πριν από καιρό, ένας νέος είχε πιέσει τον πατέρα του να τον αφήσει να πάει στους ασκητές, πώς τον αποχαιρέτησε, πώς έφυγε και ποτέ δεν ξαναγύρισε πίσω. Κι ο πατέρας του δεν είχε υποφέρει γΓ αυτόν τον ίδιο πόνο, όπως υποφέρει τώρα αυτός για το γιο του; Δεν είχε πεθάνει εδώ και καιρό ο πατέρας του, μόνος, χωρίς να έχει ξαναδεί το γιο του; Δεν ήταν μια κωμωδία, ένα παράξενο και ανόητο πράγμα, αυτή η επανάληψη, αυτό το τρέξιμο σ' έναν ολέθριο κύκλο;

Ο ποταμός γελούσε. Ναι, έτσι ήταν, όλα ξανάρχονται, όλα όσα δεν υπέφερε και δεν έχασε κανείς ως το τέλος, και υποφέρει ξανά και ξανά, συνέχεια, από τα ίδια πάθη. Ο Σιντάρτα όμως μπήκε πάλι στη βάρκα και γύρισε πίσω στην καλύβα, με τον πατέρα και το γιο του μεσ' το μυαλό του, σε διαμάχη με τον εαυτό του, έφτανε στην απελπισία κι όμως μπορούσε να γελάσει με τον εαυτό του και τον κό¬ σμο όλο. Αχ, η πληγή δεν είχε ανθίσει ακόμα, η καρδιά του αντιστεκόταν ακόμα ενάντια στη μοίρα, δεν ακτινοβο¬ λούσαν ακόμη η χαρά και η νίκη του πόνου του. Όμως διατηρούσε ελπίδες, και όταν επέστρεψε στην καλύβα, έ¬ νιωσε μια ακατανίκητη επιθυμία να ανοιχθεί στον Βαζουν-τέβα, να τα δείξει όλα, να τα πει όλα σ' αυτόν που ήξερε

τόσο καλά να ακούει. Ο Βαζουντέβα καθόταν στην καλύβα και έπλεκε ένα κα¬

λάθι. Δεν πήγαινε πια με τη βάρκα, τα μάτια του είχαν αρ¬ χίσει να γίνονται αδύνατα, και όχι μόνο τα μάτια του αλλά και τα μπράτσα και τα χέρια του. Απαράλλαχτη και ανθι¬ σμένη ήταν μόνο η χαρά και η ευθυμία στο πρόσωπο του.

Ο Σιντάρτα κάθησε κοντά στο γέροντα και άρχισε να μι¬ λάει αργά. Του διηγόταν τώρα αυτά, για τα οποία δεν του είχε μυλήσει ποτέ, για την πορεία του προς την πόλη, τότε, για την πληγή που έκαιγε, για τη ζήλεια του όταν έβλεπε ευτυχισμένους πατέρες, για τη συναίσθηση της ανοησίας τέτοιων επιθυμιών, για το μάταιο αγώνα του εναντίον τους. Τα διηγήθηκε όλα, μπόρεσε να τα πει όλα, ακόμα και τα πιο δυσάρεστα, τα αποκάλυψε όλα, τα έδειξε όλα, μπό¬ ρεσε να τα διηγηθεί όλα. Έδειξε την πληγή του, διηγήθη¬ κε ακόμα και τη σημερινή φυγή του, πώς πέρασε το νερό, παιδική επιπολαιότητα, θέλοντας να πορευθεί προς την πόλη, πώς ο ποταμός γέλασε.

Κι όσο μυΧούσε, και μιλούσε πολλή ώρα, κι όσο ο Βαν-ζουντέβα τον άκουγε με ήρεμο πρόσωπο, καταλάβαινε ο Σιντάρτα πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά τον τρόπο που άκουγε ο Βαζουντέβα, ένιωθε σαν οι πόνοι του και οι φό¬ βοι του να τρέχουν μακριά, η μυστική του ελπίδα να κυλά¬ ει και να επιστρέφει πάλι σ' αυτόν. Δείχνοντας την πληγή του σ' αυτόν τον ακροατή ήταν σα να κολυμπούσε στον ποταμό, μέχρι αυτή να δροσίσει και να γίνει ένα με τον πο¬ ταμό. Κι ενώ συνέχιζε να μυλάει, ενώ εξομολογιόταν και εκμυστηρευόταν, ένιωθε ο Σιντάρτα όλο και πιο πολύ, ότι αυτός δεν ήταν πια ο Βαζουντέβα, δεν ήταν πια ένας άν¬ θρωπος που τον άκουγε· αυτός ο ακίνητος ακροατής που ρουφούσε την εξομολόγηση του όπως το δέντρο τη βρο¬ χή ήταν ο ίδιος ποταμός, ήταν ο Ίδιος ο θεός, η ίδια η αι¬ ωνιότητα. Και ενώ ο Σιντάρτα σταμάτησε να σκέφτεται τον εαυτό του και την πληγή του, κυριάρχησε η γνώση της μεταβολής του Βαζουντέβα, εισέβαλε και τον κατέλαβε και όσο περισσότερο τον καταλάμβανε και κυριαρχούσε πάνω του, τόσο λιγότερο θαυμαστή ήταν, τόσο περισσότερο κα-

- 1 1 0 - - 1 1 1 -

Page 56: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

ταλάβαινε, ότι όλα ήταν κανονικά και φυσικά, ότι ο Βαζου­ντέβα καιρό τώρα, σχεδόν πάντα ήταν έτσι, ότι μόνο αυτός δεν το είχε αντιληφθεί κι ότι κι αυτός ο ίδιος ελάχιστα δι­έφερε απ ' εκείνον. Καταλάβαινε ότι έβλεπε τον γέροντα Βαζουντέβα όπως βλέπει ο λαός τους θεούς και ότι αυτό δεν μπορούσε να διαρκέσει. Μέσα στην καρδιά του άρχισε να αποχαιρετάει τον Βαζουντέβα. Συνέχισε όμως πάντα να μιλάει.

Όταν πια σταμάτησε να μιλάει, έστρεψε ο Βαζουντέβα πάνω του το καλωσυνάτο, κάπως αδυνατισμένο βλέμμα του, δε μίλησε αλλά άστραφτε σιωπηλά η αγάπη του και η χαρά, η κατανόηση και η γνώση. Πήρε το χέρι του Σιν-τάρτα, τον οδήγησε στην όχθη εκεί που κάθονταν, κάθησε κάτω μαζί του και χαμογέλασε στον ποταμό.

"Τον άκουσες να γελάει", είπε. "Αλλά δεν τα άκουσες όλα. Ας ακούσουμε με προσοχή, θα ακούσεις περισσότε­ρα".

Άκουγαν . Ήρεμα ηχούσε το πολύφωνο τραγούδι του ποταμού. Ο Σιντάρτα κοίταζε στο νερό και στο νερό που κυλούσε του παρουσιάστηκαν εικόνες. Φάνηκε ο πατέρας του, μονάχος, θλιμμένος για το γιο, φάνηκε κι ο ίδιος, μο¬ νάχος, δεμένος κι αυτός με τα δεσμά της λαχτάρας για το μακρινό γιο. Φάνηκε ο γιος του, το αγόρι, μονάχος κι αυ¬ τός, να βγαίνει με ορμή και να ακολουθεί την πορεία των νεανικών του επιθυμιών. Ο καθένας οδηγημένος από το στόχο που τον κατείχε και ο καθένας υπέφερε. Ο ποταμός τραγουδούσε με τη φωνή του πόνου, τραγουδούσε με λα¬ χτάρα, κυλούσε με πάθος προς το στόχο του η φωνή του ηχούσε παραπονιάρικα.

"Ακούς,·" ρωτούσε το βουβό βλέμμα του Βαζουντέβα. Ο Σιντάρτα έγνεψε ναι.

" Ά κ ο υ σ ε καλύτερα!" ψιθύρισε ο Βαζουντέβα. Ο Σιντάρτα προσπάθησε ν' ακούσει καλύτερα. Η εικόνα

του πατέρα του, η δική του εικόνα, η εικόνα του γιου του κυλούσαν η μια μέσα στην άλλη, ακόμα και η εικόνα της Καμάλα φάνηκε και κύλησε για να χαθεί, και η εικόνα του Γκοβίντα και άλλες εικόνες, κυλούσαν η μια μέσα στην άλ­

λη , γίνονταν ένα με τον ποταμό, κυνηγούσαν όλες το σκο¬ πό τους σαν τον ποταμό, με λαχτάρα, με απελπισία, με πό¬ νο και η φωνή του ποταμού ηχούσε γεμάτη λαχτάρα, γε¬ μάτη φλογερή οδύνη, γεμάτη ασίγαστες επιθυμίες. Και ο ποταμός κυνηγούσε το στόχο του, ο Σιντάρτα έβλεπε τον βιαστικό ποταμό να αποτελείται απ* αυτόν και από τους δι¬ κούς τόυ και από όλους τους ανθρώπους που είχε δει. Ό¬ λα τα κύματα και όλο το νερό βιάζονταν και υπέφεραν, προσπαθώντας να φτάσουν τους στόχους, πολλούς στό¬ χους, τον καταρράχτη, τη θάλασσα, το στρόβυλο, το πέλα¬ γος και τον καθένα ακολουθούσε ένας νέος και το νερό γι¬ νόταν ατμός και ανέβαινε στον ουρανό, γινόταν βροχή και έπεφτε από τον ουρανό, γινόταν πηγή, γινόταν ρυάκι, γι¬ νόταν ποταμός, προσπαθούσε από την αρχή, κυλούσε από την αρχή. Αλλά η παθιασμένη φωνή είχε μεταμορφωθεί. Ηχούσε ακόμη με πόνο και αναζήτηση, αλλά άλλες φωνές είχαν ενωθεί μαζί της, φωνές χαράς και πόνου, καλές και κακές φωνές, γελαστές και θλιμμένες, εκατοντάδες φω¬ νές, χιλιάδες φωνές.

Ο Σιντάρτα άκουγε. Είχε γίνει ολόκληρος ένα αυτί, είχε βυθιστεί στο άκουσμα, εντελώς άδειος, εντελώς απορ¬ ροφημένος. Ένιωθε ότι τώρα είχε μάθει πια να ακούει. Ό λ α αυτά τα είχε ακούσει κι άλλες φορές, αυτές τις πολ¬ λές φωνές του ποταμού, σήμερα όμως ηχούσαν καινούρ¬ για. Και δεν μπορούσε πια να ξεχωρίσει τις πολλές φωνές, ούτε τις εύθυμες από τις θρηνητικές, ούτε τις παιδικές από τις ανδρικές. Ακούγονταν όλες μαζί, το παράπονο της λα¬ χτάρας και το γέλιο του σοφού, η κραυγή της οργής και ο αναστεναγμός του ετοιμοθάνατου, όλα ήταν ένα, όλα ή¬ ταν συνδεδεμένα και συνδυασμένα μεταξύ τους, περιπλεγ¬ μένα με χίλιους τρόπους. Και όλα μαζί, όλες οι φωνές, ό¬ λοι οι στόχοι, όλες οι λαχτάρες, όλοι οι πόνοι και όλες οι χαρές, το καλό και το κακό, όλα μαζί ήταν ο κόσμος. Ό λ α μαζί ήταν ο ποταμός των γεγονότων, ήταν η μουσική της ζωής. Και όταν ο Σιντάρτα άκουγε προσεκτικά αυτόν τον ποταμό, αυτό το τραγούδι με τις χίλιες φωνές, όταν δεν ά¬ κουγε τον πόνο ή το γέλιο, όταν δεν έδενε την ψυχή του

- 1 1 2 - - 1 1 3 -

Page 57: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ

σε οποιαδήποτε φωνή και δεν εισχωρούσε με όλο το Εγώ του, αλλά τις άκουγε όλες, το σύνολο, την ενότητα, τότε καταλάβαινε το μεγάλο τραγούδι των χιλιάδων φωνών από μια και μοναδική λέξη, που ονομαζόταν Ομ: η τελει¬ ότητα.

"Ακούς,·" ρώτησε πάλι το βλέμμα του Βαζουντέβα. Φωτεινό άστραφτε το χαμόγελο του Βαζουντέβα, κυ­

μάτιζε πάνω σ' όλες τις ρυτίδες του γέρικου προσώπου του, όπως το Ομ πάνω σ' όλες τις φωνές του ποταμού. Φωτεινό άστραφτε το χαμόγελο του, καθώς κοίταζε το φί­λο και φωτεινό άστραφτε τώρα το Ίδιο χαμόγελο και στο πρόσωπο του Σιντάρτα. Η πληγή του άνθισε, ο πόνος ά¬ στραφτε, το Εγώ του είχε χυθεί στην ενότητα.

Αυτή την ώρα σταμάτησε ο Σιντάρτα να παλεύει με τη μοίρα του, έπαψε να πονάει. Στο πρόσωπο του άνθιζε η χα¬ ρά της γνώσης, που δεν της αντιστέκεται πια καμιά θέλη¬ ση, που γνωρίζει την τελειότητα, που είναι σύμφωνη με τον ποταμό των γεγονότων, με το ρεύμα της ζωής, γεμάτη συμπόνοια, γεμάτη συμπάθεια, δοσμένη στο χείμαρρο, α¬ νήκοντας στην ενότητα.

. Όταν ο Βαζουντέβα σηκώθηκε από κει που καθόταν στην όχθη, όταν κοίταξε τα μάτια του Σιντάρτα και τα είδε να λάμπουν από τη χαρά της γνώσης, άγγιξε απαλά με το χέρι του τον ώμο του, με τον δικό του προσεκτικό και τρυ¬ φερό τρόπο και είπε: "Περίμενα αυτή την ώρα, αγαπημένε. Τώρα που ήρθε, άφησε με να φύγω. Περίμενα καιρό αυτή την ώρα και για καιρό τώρα είμαι ο περαματάρης Βαζουν-τέβα. Τώρα πια φτάνει. Γεια — χαρά καλύβα, γεια — χαρά ποταμέ, γεια — χαρά Σιντάρτα!"

Ο Σιντάρτα υποκλίθηκε βαθιά σ' αυτόν που τον αποχαι¬ ρετούσε.

"Το ήξερα", είπε σιγανά. "Πηγαίνεις στα δάση" ; "Πηγαίνω στα δάση, πηγαίνω στην ενότητα", είπε λάμ¬

ποντας ο Βαζουντέβα. Έφυγε αστράφτοντας. Ο Σιντάρτα τον κοίταζε. Τον

κοίταζε με βαθιά χαρά, με βαθιά σοβαρότητα, έβλεπε το γεμάτο γαλήνη βήμα του, το γεμάτο λάμψη κεφάλι του,τη γεμάτη φως μορφή του.

Γ Κ Ο Β Ι Ν Τ Α

Κάποτε, σε μια περ ίοδο δ ι α κ ο π ώ ν , πέρασε ο Γκοβίντα

μαζί με άλλους μοναχούς από το άλσος που είχε χαρ ίσε ι

η εταίρα Καμάλα στους μαθητές του Γκοτάμα . Ά κ ο υ σ ε να

μ ιλούν για κάποιον γέρο π ε ρ α μ α τ ά ρ η , που ζούσε στον πο¬

τ α μ ό , μια μέρα απόσταση από την πόλη και τον οπο ίο πολ¬

λ ο ί τον θ ε ω ρ ο ύ σ α ν σ ο φ ό . Ό τ α ν ο Γκοβίντα συνέχ ισε το

δρόμο τ ο υ , δ ιάλεξε το δρόμο για το π έ ρ α σ μ α , περ ίεργος

να δει αυτόν τον π ε ρ α μ α τ ά ρ η . Γιατί αν και είχε ζήσει όλη

τη ζ ω ή του σ ύ μ φ ω ν α με τους κανόνες και οι νεαρο ί μονα¬

χο ί π ρ ό σ β λ ε π α ν σ' αυτόν με σεβασμό εξαιτίας της ηλ ικ ίας

και της μ ε τ ρ ι ο φ ρ ο σ ύ ν η ς τ ο υ , δεν έσβησαν στην καρδ ιά του

η ανησυχ ία και η α ν α ζ ή τ η σ η .

Έ φ τ α σ ε στον ποταμό και π α ρ α κ ά λ ε σ ε τον γέροντα να

τον περάσει απέναντι . Ό τ α ν κατέβαιναν από τη βάρκα

στην απέναντι ό χ θ η , είπε στον γέροντα : " Δ ε ί χ ν ε ι ς μεγάλη

κ α λ ω σ ύ ν η σ ' ε μ ά ς τους μοναχούς και τους π ρ ο σ κ υ ν η τ έ ς ,

έχεις περάσει π ο λ λ ο ύ ς από μας από το ποτάμ ι . Είσαι κι ε¬

σ ύ , π ε ρ α μ α τ ά ρ η , ένας αναζητητής, που ψάχνε ι το σ ω σ τ ό

μονοπάτ ι , · "

Ο Σ ιντάρτα , μ ίλησε και τα γέρ ικα μάτια του χ α μ ο γ ε λ ο ύ ¬

σαν: "Ονομάζε ις τον εαυτό σου α ν α ζ η τ η τ ή , σεβάσμ ιε , ε σ ύ ,

που είσαι πια μεγάλος στα χρόν ια και φ ο ρ ά ς το ράσο του

μ ο ν α χ ο ύ του Γκοτάμα, · "

" Β έ β α ι α , είμαι γ έ ρ ο ς " , είπε ο Γκοβ ίντα , "δεν σταμάτησα

όμως να α ν α ζ η τ ώ . Κι ούτε ποτέ θα π ά ψ ω να ψ ά χ ν ω , αυτός

φα ίνετα ι είναι ο προορ ισμός μ ο υ . Α κ ό μ α κι ε σ ύ , έτσι μου

φα ίνετα ι , έχεις αναζητήσε ι . Θέλεις να μου πεις μια λ έ ξ η ,

σεβαστέ ; "

- 1 1 4 - - 1 1 5 -

Page 58: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Ο Σιντάρτα είπε: "Τί μπορώ να πω, σεβάσμιε, τ ί έχω να πω; Ίσως αυτό, ότι αναζητάς πάρα πολύ; Ότ ι από την α­ναζήτηση δεν μπορείς να βρεις αυτό που ψάχνεις,·"

"Μα πώς όμως,·" ρώτησε ο Γκοβίντα. "Όταν κάποιος αναζητά", είπε ο Σιντάρτα, "τυχαίνει τό¬

τε εύκολα, να βλέπουν τα μάτια του μόνο αυτό που ψάχ-χνει και να μη βρίσκει τίποτα, να μη κατορθώνει να ανακα­λύψει τίποτα, γιατί σκέφτεται πάντα αυτό που ζητάει, για­τί έχει ένα μόνο στόχο, γιατί αυτός ο στόχος τον έχει κυ­ριεύσει. Αναζητώ σημαίνει: έχω ένα στόχο. Βρίσκω όμως σημαίνει: είμαι ελεύθερος, στέκομαι ανοιχτός, δεν έχω κα¬ νένα στόχο. Εσύ, αξιοσέβαστε, ίσως είσαι πραγματικά ένας αναζητητής προσηλωμένος στο στόχο του, γιατί δε βλέ¬ πεις μερικά πράγματα, που βρίσκονται μπροστά στα μά¬ τια σου".

"Ακόμη δεν καταλαβαίνω καθόλου, τί εννοείς μ' αυτό,·" παρακάλεσε ο Γκοβίντα.

Ο Σιντάρτα είπε: "Κάποτε, αξιοσέβαστε, πριν μερικά χρόνια, ξαναβρέθηκες σ" αυτό το ποτάμι, και βρήκες κά¬ ποιον να κοιμάται και κάθησες κοντά του για να φυλάξεις τον ύπνο του. Δεν αναγνώρισες όμως, Γκοβίντα, τον άν¬ θρωπο που κοιμόταν".

Έκπληκτος, σαν μαγεμένος κοίταζε ο μοναχός τα μάτια του περαματάρη.

"Εσύ είσαι, Σιντάρτα,·" ρώτησε με δειλή φωνή. "Δε θα σε αναγνώριζα ούτε αυτή τη φορά) Σε χαιρετώ από καρ¬ διάς, Σιντάρτα και χαίρομαι πραγματικά που σε ξαναβλέ¬ πω! "Αλλαξες πολύ, φίλε. —Κα ι τώρα λοιπόν είσαι περαμα-τάρης,·"

Ο Σιντάρτα χαμογέλασε φιλ ικά. "Ένας περαματάρης, ναι. Μερικοί πρέπει ν" αλλάξουν πολύ, Γκοβίντα, πρέπει να φορέσουν πολλά διαφορετικά ρούχα, ένας α π ' αυτούς εί¬ μαι κι εγώ, αγαπημένε. Καλώς όρισες, Γκοβίντα, πέρασε τη νύχτα στην καλύβα μου".

Ο Γκοβίντα πέρασε τη νύχτα του στην καλύβα και κοι¬ μήθηκε στο κρεβάτι που κάποτε ήταν του Βαζουντέβα. Έκανε πολλές ερωτήσεις στο φίλο της νιότης του και ο

Σιντάρτα αναγκάσθηκε να του διηγηθεί πολλά από τη ζω¬ ή του.

Όταν το άλλο πρωί ήρθε η ώρα να συνεχίσει την περι¬ πλάνηση του, ο Γκοβίντα ρώτησε, με δισταγμό: "Πριν συ¬ νεχίσω το δρόμο μου, Σιντάρτα, δώσε μου την άδεια για μια ακόμη ερώτηση. Έχεις κάποια διδασκαλία; Έχεις κά¬ ποια πίστη ή κάποια γνώμη, που ακολουθείς, που σε βοη¬ θάει να ζεις και να πράττεις σωστά,·"

Ο Σιντάρτα είπε: "Ξέρεις, αγαπημένε, ότι από νέος άν¬ δρας ακόμη, τότε, όταν ζούσαμε με τους ασκητές στο δά¬ σος είχα αρχίσει να δυσπιστώ προς τις διδασκαλίες και τους δασκάλους και να τους αποφεύγω. Και παρέμεινα έτσι. Από τότε είχα πολλούς δασκάλους. Για πολύ καιρό έγινε δασκάλα μου μια όμορφη εταίρα, δάσκαλος μου έγινε και ένας πλούσιος έμπορος και μερικοί παίχτες ζαριών. Κάποτε έγινε δάσκαλος μου και κάποιος περι¬ πλανώμενος μαθητής του Βούδα που πήγαινε για προσκύ¬ νημα, όταν κάθησε κοντά μου καθώς εγώ είχα αποκοιμη¬ θεί στο δάσος. Ακόμα κι απ ' αυτόν έμαθα και σ' αυτόν είμαι ευγνώμονας. Τα περισσότερα όμως τα έμαθα α π ' αυτό το ποτάμι και από τον προκάτοχο μου, τον περα-ματάρη Βαζουντέβα. Ήταν ένας πολύ απλός άνθρω¬ πος ο Βαζουντέβα, δεν ήταν κανένας στοχαστής, αλλά ήξερε τα απαραίτητα, ήταν τόσο καλός όσο ο Γκοτάμα, ήταν ένας τέλειος, ένας άγιος".

Ο Γκοβίντα είπε: "Πάντα Σιντάρτα αγαπούσες λιγάκι την ειρωνία, όπως μου φαίνεται. Σε πιστεύω και ξέρω ότι δεν ακολούθησες κανένα δάσκαλο. Αλλά εσύ ο Ίδιος δεν ανα¬ κάλυψες, όχι μια διδασκαλία αλλά μερικές βέβαιες σκέ¬ ψεις, μερικές εμπειρίες, που είναι μόνο δικές σου και σε βοηθούν να ζεις; Αν θα μπορούσες να μου πεις κάτι γΓ αυ¬ τές θα μούδινες μεγάλη χαρά".

0 Σιντάρτα είπε: "Ναι, έχω κάνει σκέψεις και έχω βέ¬ βαια εμπειρίες. Ένιωσα μερικές φορές, για μια ώρα ή για μια μέρα, τη γνώση μέσα μου, όπως αισθάνεται κανείς τη ζωή στην καρδιά μου. Ήταν μερικές σκέψεις αλλά θα μου ήταν δύσκολο να τις μοιραστώ μαζί σου. Δες, Γκοβίντα

- 1 1 6 -- 1 1 7 -

Page 59: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

μου, αυτή είναι μια από τις σκέψεις μου, που έκανα: η σο­φία δεν μεταδίδεται. Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώ­σει ένας σοφός, ηχεί πάντοτε σαν τρέλλα".

"Αστειεύεσαι,·" ρώτησε ο Γκοβίντα. "Δεν αστειεύομαι. Λέω αυτό που ανακάλυψα. Τη γνώση

μπορεί κανείς να τη μεταδώσει, τη σοφία όμως όχι. Μπορεί κάποιος να τη βρει, μπορεί κάποιος να τη ζήσει, μπορεί να στηριχθεί α π ' αυτή, μπορεί να κάνει θαύματα μαζί της, αλ­λά δεν μπορεί να την πει και να την διδάξει. Αυτό το προ-αισθανόμουν μερικές φορές και τότε που ήμουν νέος και αυτό ήταν που με τράβηξε από τους δασκάλους. Έ χ ω και μια άλλη σκέψη, Γκοβίντα, που πάλι θα τη θεωρήσεις κο­ροϊδία ή τρέλλα, είναι όμως η καλύτερη μου σκέψη. Λέ¬ ει: το αντίθετο κάθε αλήθειας είναι εξίσου αληθινό! Δηλα¬ δή , μια αλήθεια μπορεί να προφερθεί και να περιβληθεί με λόγια μόνο όταν είναι μονόπλευρη.Και μονόπλευρα είναι ό¬ λα όσα μπορούμε να σκεφτούμε και να πούμε με λόγια, ό¬ λα είναι μονόπλευρα, όλα μισά, όλα στερημένα από την ο¬ λότητα, τη σφαιρικότητα, την ενότητα. Όταν ο έξοχος Γκοτάμα διδάσκοντας μιλούσε για τον κόσμο, ήταν αναγ¬ κασμένος να τον χωρίζει σε σανσάρα και νιρβάνα, σε πλάνη και αλήθεια, σε πόνο και λύτρωση. Κανείς δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, δεν υπάρχει άλλος δρόμος γΓ αυτόν που θέ¬ λει να διδάξει. Ο κόσμος ο Ίδιος όμως, αυτά που βρίσκο¬ νται γύρω μας και μέσα μας, αυτός δεν είναι ποτέ μονό¬ πλευρος. Ποτέ ένας άνθρωπος ή μια πράξη δεν είναι μόνο άγιος ή μόνο αμαρτωλός. Φαίνεται όμως έτσι γιατί είμαστε υποταγμένοι στην πλάνη ότι ο χρόνος είναι κάτι πραγμα¬ τικό. Ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, Γκοβίντα, το κατά¬ λαβα αυτό ξανά και ξανά. Και αν ο χρόνος δεν είναι πραγ¬ ματικός, τότε και αυτό που φαίνεται πως υπάρχει ανάμε¬ σα στον κόσμο και στην αιωνιότητα, ανάμεσα στον πόνο και την ευδαιμονία, ανάμεσα στο καλό και στο κακό, εί¬ ναι κι αυτό πλάνη".

"Πώς αυτό;" ρώτησε τρομαγμένος ο Γκοβίντα. " Ά κ ο υ σ ε καλά, αγαπημένε μου, άκουσε καλά! Ο αμαρ¬

τωλός, που είμαι και που είσαι, είναι αμαρτωλός αλλά κά-

ποτε θα ξαναγίνει Βράχμαν, θα φτάσει κάποτε τη νιρβάνα, θα γίνει Βούδας - και τώρα δες: αυτό το "κάποτε" είναι πλάνη, είναι μόνο μια αλληγορία! Ο αμαρτωλός δε βρίσκε¬ ται στο δρόμο που οδηγεί στο Βούδα, δεν υπόκειται σε ε¬ ξέλιξη, αν και η σκέψη μας δεν μπορεί να καταλάβει αλ¬ λιώς τα πράγματα! Ό χ ι , ο μελλοντικός Βούδας υπάρχει, βρίσκεται σήμερα και τώρα κιόλας μέσα στον αμαρτωλό, το μέλλον του βρίσκεται κιόλας εδώ και πρέπει να λατρεύεις σ' αυτόν και σε σένα και στον καθένα το υπαρκτό, το πι¬ θανό, τον κρυμμένο Βούδα. Ο κόσμος, φίλε Γκοβίντα, δεν είναι ατελής, ούτε να τον αντιλαμβανόμαστε σαν ένα μακρύ δρόμο προς την τελειότητα. Ό χ ι , είναι κάθε στιγμή τέ¬ λειος, κάθε αμαρτία φέρνει μέσα της τη χάρη, όλα τα μι¬ κρά παιδιά έχουν μέσα τους ήδη το γέρο, όλα τα βρέφη το θάνατο, όλοι οι ετοιμοθάνατοι την αιώνια ζωή. Δεν είναι δυνατό κανένας άνθρωπος να δει πόσο μακριά από τους άλλους βρίσκεται στο δρόμο του. Ο Βούδας περιμένει μέ¬ σα στον ληστή και στον παίχτη ζαριών και μέσα στο βραχ-μάνο περιμένει ο ληστής. Υπάρχει η δυνατότητα στη βαθιά περισυλλογή, να σταματήσει κανείς το χρόνο και να δει συγχρόνως όλη την περασμένη, τωρινή και μελλοντική ζω¬ ή και τότε όλα είναι καλά, όλα τέλεια, όλα είναι Βράχμαν. ΓΓ αυτό ό,τι υπάρχει μου φαίνεται καλό, ο θάνατος μου φαίνεται σαν ζωή, η αμαρτία σαν αγιότητα, η εξυπνάδα σαν ανοησία, όλα έτσι πρέπει να είναι, όλα χρειάζονται μόνο τη συγκατάθεση μου, την προθυμία μου μόνο, τη γεμάτη αγά¬ πη κατανόηση μου, έτσι είναι καλά για μένα, μπορούν μό¬ νο να με στηρίξουν, δεν μπορούν να με βλάψουν. Έμαθα από το κορμί μου και από την ψυχή μου ότι χρειαζόμουν τη λαγνεία, την επιδίωξη αγαθών, τη ματαιοδοξία και χρει¬ αζόμουν την πιο αισχρή απελπισία για να μάθω να παραι¬ τούμαι από κάθε αντίσταση, να μάθω να αγαπώ τον κόσμο, να μην τον συγκρίνω πια με οποιονδήποτε κόσμο είχα επι¬ θυμήσει ή είχα φαντασθεί εγώ, με κάποιο είδος τελειότη¬ τας που είχα φαντασθεί εγώ, αλλά να τον αφήσω όπως εί¬ ναι και έτσι να τον αγαπώ και σ' αυτόν να ανήκω ευχάρι¬ στα. - Αυτές, Γκοβίντα, είναι μερικές από τις σκέψεις που

- 1 1 8 - - 1 1 9 -

Page 60: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

μου ήρθαν στο μυαλό". Ο Σιντάρτα έσκυψε, πήρε μια πέτρα από τη γη και τηγ

κούνησε στο χέρι του. "Αυτή εδώ" , είπε παίζοντας, "είναι μια πέτρα και σε κά­

ποιον καθορισμένο χρόνο ίσως γίνει γη και από γη ίσως γί­νει φυτό, ζώο ή άνθρωπος. Παλιότερα θα έλεγα: "Αυτή η πέτρα είναι μονάχα μια πέτρα, δεν έχει αξία, ανήκει στον κόσμο της Μάγια. Επειδή όμως στον κύκλο των μεταμορ­φώσεων ίσως γίνει άνθρωπος ή πνεύμα, γΓ αυτό δίνω και σ' αυτήν αξία". Έτσι ίσως θα σκεφτόμουν παλιότερα. Σή¬ μερα όμως σκέφτομαι: αυτή η πέτρα είναι πέτρα και είναι και ζώο, και είναι και θεός, είναι ακόμα και Βούδας. Τη σέβομαι και την αγαπώ, όχι γιατί κάποτε θα μπορούσε να γίνει αυτό ή εκείνο, αλλά γιατί συνέχεια και πάντα είναι όλα — και ακριβώς αυτό, ότι είναι πέτρα, ότι σήμερα και τώρα μου φαίνεται πέτρα, ακριβώς γΓ αυτό την αγαπώ και βλέπω αξία και νόημα σε κάθε φλέβα και σε κάθε βαθού¬ λ ω μ α της, στο κίτρινο, στο γκρίζο, στην σκληρότητα, στον ήχο που βγαίνει όταν την χτυπούν, στην ξηρότητα ή στην υγρασία της επιφανείας της. Υπάρχουν πέτρες που στην αφή μοιάζουν με λάδι ή σαπούνι, άλλες με φύλλα, άλλες με άμμο και κάθε μια είναι ξεχωριστή και προσεύ¬ χεται το Ομ με το δικό της τρόπο, η κάθε μια είναι Βράχ-μαν και συγχρόνως είναι και πέτρα, σαν λάδι ή σαν σαπού¬ νι και ακριβώς αυτό μου αρέσει και μου φαίνεται θαυμά¬ σιο και άξιο λατρείας. — Αλλά ας μη μιλήσω άλλο γΓ αυ¬ τό. Οι λέξεις δεν κάνουν καλό στο μυστικό νόημα. Πάντο¬ τε, όταν μυΝάει κανείς γΓ αυτά, όλα γίνονται κάπως δια¬ φορετικά, νοθεύονται λ ίγο, γίνονται λιγάκι τρελλά — ναι,, ακόμα κι αυτό είναι πολύ καλό και πολύ μου αρέσει, ακό¬ μα και μ' αυτό είμαι απολύτως σύμφωνος, να ηχεί σε κά¬ ποιον πάντοτε σαν τρέλλα αυτό που για κάποιον άλλον εί¬ ναι θησαυρός και σοφία" .

Ο Γκοβίντα άκουγε σιωπηλός. "Γιατί μου είπες αυτό για την πέτρα;" ρώτησε διστακτι¬

κά μετά από μια παύση. "Έγινε χωρίς πρόθεση. Ή ίσως ήθελε να πει ότι αγαπώ

εξίσου την πέτρα και τον ποταμό και όλα αυτά τα πράγμα¬ τα που βλέπουμε και απο τα οποία μπορούμε να διδαχθού¬ με. Μπορώ ν' αγαπήσω μια πέτρα, Γκοβίντα, και ένα δέν¬ τρο ή ένα τσόφλι. Αυτά είναι πράγματα και ο άνθρωπος μπορεί ν' αγαπήσει πράγματα. ΓΓ αυτό οι διδασκαλίες δεν είναι για μένα, δεν έχουν ούτε σκληρότητα, ούτε απαλό-τητα, ούτε χρώματα, ούτε γωνίες, ούτε μόνο λέξεις.Ίσως αυτό είναι που σ' εμποδίζει να βρεις την ειρήνη, ίσως είναι οι πολλές λέξεις. Γιατι και η λύτρωση και η αρετή, η σαν-σάρα και η νιρβάνα είναι μόνο λέξεις, Γκοβίντα. Δεν υπάρ¬ χει κανένα πράγμα που θα μπορούσε να είναι νιρβάνα, υ¬ πάρχει μόνο η λέξη νιρβάνα".

Ο Γκοβίντα είπε: "Δεν είναι μόνο μια λέξη, φίλε, η νιρ¬ βάνα. Είναι μια σκέψη" .

Ο Σιντάρτα συνέχισε. "Μια σκέψη, έστω. Πρέπει να σου ομολογήσω, αγαπημένε, ότι δεν κάνω πια διαχωρισμό α¬ νάμεσα στις σκέψεις και τις λέξεις. Και για να μιλήσω ξε¬ κάθαρα, ούτε και τις σκέψεις έχω σε μεγάλη υπόληψη. Υ¬ πολογίζω περισσότερο στα πράγματα. Σ' αυτή τη βάρκα για το πέρασμα παραδείγματος χάρη ήταν ένας άνθρωπος προκάτοχος και δάσκαλος μου. Ένας άγιος άνθρωπος που για μερικά χρόνια πίστευε μόνο στον ποταμό, σε τίποτ' άλλο. Είχε νιώσει ότι η φωνή του ποταμού του μιλούσε και μάθαινε απ ' αυτή. Εκείνη τον δίδασκε και τον μόρ¬ φωνε, ο ποταμός του φαινόταν σαν θεός και για πολλά χρόνια δεν ήξερε ότι κάθε άνεμος, κάθε σύννεφο, κάθε πουλί, κάθε σκαθάρι είναι εξίσου θεϊκά και ότι ξέρουν και μπορούν να διδάξουν τόσα πολλά, όσα και ο σεβαστός του ποταμός. Όταν όμως αυτός ο άγιος πήγε στα δάση, τότε τα ήξερε όλα, ήξερε περισσότερα από σένα και μένα, χωρίς δασκάλους, χωρίς βιβλία, μόνο γιατί είχε πιστέψει στον πο¬ ταμό".

Ο Γκοβίντα είπε: "Είναι όμως αυτό που ονομάζεις "πράγμα" κάτι πραγματικό, κάτι υπαρκτό; Δεν είναι μόνο απάτη της Μάγια, μόνο εικόνα και φαινόμενο; Η πέτρα σου, το δέντρο σου, ο ποταμός σου — είναι λοιπόν πραγμα¬ τικότητα όλ ' αυτά,·"

- 1 2 0 - - 1 2 1 -

Page 61: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

" Ακόμα κι αυτό", είπε ο Σιντάρτα, "δε με πολυνοιάζει. Ας είναι τα πράγματα φαινόμενα ή όχι, τότε θα είμαι κι ε­γώ φαινόμενο και έτσι όλα θα είναι όμοια μου. Αυτό είναι που τα κάνει σε μένα τόσο αγαπητά και σεβαστά: είναι ό­μοια μου, γΓ αυτό μπορώ να τ'αγαπώ. Κι αυτή είναι μια διδασκαλία, για την οποία θα γελάσεις: η αγάπη, Γκοβίντα, μου φαίνεται ότι είναι το σημαντικότερο απ ' όλα. Μπορεί να είναι υπόθεση των μεγαλύτερων στοχαστών να εξετά­ζουν τον κόσμο, να τον εξηγούν, να τον περιφρονούν. Ε¬ μένα όμως μ' ενδιαφέρει να μπορώ να αγαπώ τον κόσμο, να μην τον περιφρονώ, να μη μισώ ούτε αυτόν ούτε τον ε¬ αυτό μου, να μπορώ να παρατηρώ και αυτόν και τον εαυ¬ τό μου με αγάπη και θαυμασμό και σεβασμό".

"Το καταλαβαίνω αυτό", είπε ο Γκοβίντα. "Αλλά ακρι­βώς αυτό ονόμασε απάτη ο Έξοχος. Προτείνει την συμπά¬ θεια, την επιείκια, την ευσπλαχνία, την υπομονή αλλά όχι την αγάπη. Μας απαγορεύει να δεσμεύουμε την καρδιά μας με την αγάπη των επίγειων".

"Το ξέρω", είπε ο Σιντάρτα και το χρυσαφένιο χαμόγε¬ λο του άστραφτε. "Το ξέρω, Γκοβίντα. Αλλά δες, βρισκό¬ μαστε χωμένοι στη μέση του δάσους των απόψεων, της διαμάχης των λέξεων. Δεν μπορώ βέβαια να αρνηθώ ότι τα λόγια μου για την αγάπη αντιφάσκουν, αντιφάσκουν φαι¬ νομενικά, με τα λόγια του Γκοτάμα. Και γΓ αυτό ακριβώς δυσπιστώ τόσο πολύ προς τις λέξεις, γιατί ξέρω ότι αυτή η αντίφαση είναι πλάνη. Ξέρω ότι συμφωνώ με τον Γκοτά-μα. Πώς θα μπορούσε Αυτός να μη γνωρίζει την αγάπη; Αυτός, που είχε γνωρίσει την ανθρώπινη ύπαρξη στην πα-ροδικότητα και τη μηδαμινότητά της, αγάπησε τόσο πολύ τους ανθρώπους ώστε αφιέρωσε μια μακριά, επίπονη ζωή για να τους βοηθήσει και να τους διδάξει! Και σ* αυτόν ακόμα, σ" αυτόν το μεγάλο δάσκαλο, τα πράγματα είναι για μένα προτιμότερα από τα λόγια του, οι κινήσεις του χεριού του σημαντικότερες από τη γνώμη του. Ούτε στα λόγια, ούτε στις σκέψεις βλέπω το μεγαλείο του, αλλά μό¬ νο στις πράξεις και στη ζωή του".

Οι δυο γέροντες σώπασαν για αρκετή ώρα. Μετά μίλησε

ο Γκοβίντα, ενώ υποκλινόταν να φύγει. " Σ ' ευχαριστώ, Σιντάρτα, που μου είπες κάποιες οπό τις σκέψεις σου. Εί¬ ναι κάπως περίεργες σκέψεις και δε μου είναι όλες απόλυ¬ τα κατανοητές. Ας είναι όμως, σ' ευχαριστώ και σου εύ¬ χομαι ειρηνικές μέρες".

(Κρυφά όμως μέσα του σκεφτόταν: Αυτός ο Σιντάρτα είναι παράξενος άνθρωπος, εκφράζει παράξενες σκέψεις και η διδασκαλία του ηχεί σαν τρέλλα. Αλλιώς ηχεί η τέ¬ λεια διδασκαλία του Έξοχου, πιο καθαρά, πιο γνήσια, πιο κατανοητά. Δεν περιλαμβάνει τίποτα παράξενο ή τρελλό ή γελοίο. Αλλά διαφορετικά από τις σκέψεις του μου φαί¬ νονται τα χέρια και τα πόδια του Σιντάρτα, το βλέμμα και το μέτωπο του. Ποτέ άλλοτε, από τότε που ο υπέροχος Γκοτάμα έφτασε τη νιρβάνα, δε συνάντησα έναν τέτοιο άν¬ θρωπο που να με κάνει να νιώσω πως είναι άγιος! Μονάχα αυτόν το Σιντάρτα θεώρησα άγιο. Ας είναι παράξενη η δι¬ δασκαλία του, ας ηχούν τρελλά τα λόγια του: το βλέμμα του και το χέρι του, το δέρμα και τα μαλλιά του, όλα σ'αυτόν ακτινοβολούν αγνότητα, ακτινοβολούν ηρεμία, ακτινοβολούν ευθυμία και πραότητα και αγιότητα που δεν έχω δει σε κανέναν άλλο άνθρωπο από το θάνατο του έξο¬ χου δασκάλου μας).

Και ενώ ο Γκοβίντα σκεφτόταν έτσι και στη καρδιά του υπήρχε μια αναστάτωση, υποκλίθηκε άλλη μια φορά μπρο¬ στά στο Σιντάρτα, σπρωγμένος από την αγάπη. Υποκλί¬ θηκε μπροστά σ' αυτόν που καθόταν ήρεμα.

"Σιντάρτα", είπε, "έχουμε γεράσει. Δύσκολα θα ξανα¬ δούμε ο ένας τον άλλο μ'αυτή τη μορφή. Βλέπω, αγαπημέ¬ νε ότι βρήκες την ειρήνη. Ομολογώ ότι εγώ δεν τη βρήκα. Πες μου, σεβαστέ, μια λέξη ακόμα, δος μου κάτι να πια¬ στώ, να καταλάβω! Δος μου κάτι για το δρόμο μου. Συχνά ο δρόμος μου δυσκολεύει, Σιντάρτα, συχνά είναι σκοτει¬ νός."

Ο Σιντάρτα σώπαινε και τον κοίταζε με το ίδιο πάντα ή¬ ρεμο χαμόγελο. Ο Γκοβίντα τον κοίταζε στο πρόσωπο με φόβο και λαχτάρα. Πόνος και ατελείωτη αναζήτηση ήταν χαραγμένες στό βλέμμα του, αιώνια και μάταιη αναζήτηση.

- 1 2 2 - - 1 2 3 -

Page 62: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΣΙΝΤΑΡΤΑ

Ο Σιντάρτα το είδε και χαμογέλασε. "Σκύψε κοντά μου! " ψιθύρισε σιγανά στο αυτί του Γκο­

βίντα. "Σκύψε εδώ κοντά μου! Έτσι, πιο κοντά! Όσο πιο κοντά γίνεται! Φίλησε με στο μέτωπο, Γκοβίντα!"

Και ενώ ο Γκοβίντα έκπληκτος και σπρωγμένος από τη μεγάλη του αγάπη και από μια προαίσθηση έσκυβε κοντά του και άγγιζε με τα χείλη του το μέτωπο του, του συνέβη κάτι θαυμάσιο. Ενώ οι σκέψεις του βρίσκονταν ακόμα στα παράξενα λόγια του Σιντάρτα, ενώ προσπαθούσε μάταια και με μεγάλη ένταση να διώξει από το νου του το χρόνο και να δεχθεί τη νιρβάνα και τη σανσάρα σαν ένα πράγμα, ενώ ακόμα πάλευε μέσα του η περιφρόνηση για τα λόγια του φίλου του με την απέραντη αγάπη και το σεβασμό του, του συνέβη το εξής:

Δεν έβλεπε πια το πρόσωπο του φίλου Σιντάρτα, έβλε¬ πε αντί γΓ αυτό άλλα πρόσωπα, πολλά, μια μακριά σειρά, έναν ορμητικό ποταμό από πρόσωπα, εκατοντάδες, χιλιά¬ δες πρόσωπα, που όλα έρχονταν και έφευγαν κι όμως όλα έμοιαζαν να βρίσκονται μαζί συγχ'ρόνως και όλα άλ¬ λαζαν και ανανεώνονταν και όμως όλα ήταν Σιντάρτα. Εί¬ δε το πρόσωπο ενός ψαριού, ενός κυπρίνου, με στόμα α¬ νοιχτό από τον απέραντο πόνο, το πρόσωπο ενός ετοιμοθά¬ νατου ψαριού, με κομμένα μάτια - είδε το πρόσωπο ενός νεογέννητου βρέφους, κόκκινο και γεμάτο ρυτίδες, έ¬ τοιμο να κλάψει - είδε το πρόσωπο ενός δολοφόνου, τον είδε να μπήγει το μαχαίρι στο σώμα κάποιου ανθρώπου -και την ίδια στιγμή είδε αυτόν τον εγκληματία δεμένο να γονατίζει και να κόβεται το κεφάλι του από το χτύπημα του δημίου - είδε γυμνά κορμιά ανδρών και γυναικών στις στάσεις και στον αγώνα ενός λυσσασμένου έρωτα -είδε πτώματα ξαπλωμένα, ήσυχα, κρύα, κενά - και είδε κε¬ φάλια ζώων, κάπρων, κροκοδείλων, ελεφάντων, ταύρων, πουλιών - είδε θεούς, είδε τον Κρίσνα, είδε την Ά γ κ ν ι -είδε όλες αυτές τις μορφές και τα πρόσωπα σε χιλιάδες σχέσεις μεταξύ τους, να βοηθάει το ένα το άλλο, να αγα¬ πιούνται, να μισούνται, να καταστρέφονται, να ξαναγεν¬ νιούνται. Το καθένα ήταν μια θέληση για θάνατο, μια α-

νυπόφορη, οδυνηρή γνώση της παροδικότητας, κανένα όμως δεν πέθαινε, μόνο μεταμορφωνόταν, διαρκώς ξανα¬ γεννιόταν, έπαιρνε συνέχεια καινούργιο πρόσωπο, χωρίς όμως να υπάρχει χρόνος ανάμεσα στο ένα και στο άλλο πρόσωπο - και όλες αυτές οι μορφές και τα πρόσωπα σταματούσαν, έρρεαν,. γεννιούνταν, κολυμπούσαν και κυλούσαν το ένα μέσα στ' άλλο και πάνω απ* όλα υπήρ¬ χε σταθερά κάτι λεπτό, χωρίς ουσία κι όμως υπαρκτό, σαν λεπτό γυαλί ή πάγος, σαν διάφανο δέρμα, σαν φλούδι ή σχήμα ή μάσκα από νερό, και αυτή η μάσκα χαμογελούσε, και αυτή η μάσκα ήταν το χαμογελαστό πρόσωπο του Σιν-τάρτα, που εκείνη ακριβώς τη στιγμή αυτός, ο Γκοβίντα, το άγγιζε με τα χείλη του. Και έτσι είδε ο Γκοβίντα αυτό το χαμόγελο της μάσκας, αυτό το χαμόγελο της ενότητας στις ρέουσες μορφές, αυτό το χαμόγελο της συγχρονικό-τητας πάνω στις χιλιάδες γεννήσεις και θανάτους, αυτό το χαμόγελο του Σιντάρτα ήταν ακριβώς το ίδιο, ήταν ακρι¬ βώς όμοιο, ήταν το ήρεμο, διακριτικό, αδιαπέραστο, κά¬ πως αγαθό, κάπως κοροϊδευτικό, σοφό, πολλαπλό χαμό­γελο του Γκοτάμα, του Βούδα, που είχε δει ο ίδιος εκατο¬ ντάδες φορές με δέος. Έτσι χαμογελούν οι τέλειοι, το ή¬ ξερε ο Γκοβίντα.

Μη ξέροντας πια αν υπάρχει χρόνος, αν αυτό το όρα¬ μα είχε κρατήσει ένα δευτορόλεπτο ή έναν αιώνα, μη ξέ¬ ροντας αν υπάρχει κάποιος Σιντάρτα, κάποιος Γκοτάμα, αν υπάρχει εγώ και εσύ, πληγωμένος στα κατάβαθα της ψυχής του σαν από θεϊκό βέλος, η γεύση της πληγής ό¬ μως ήταν γλυκιά, μαγεμένος και λειωμένος ώς τα βάθη θη της ψυχής του, έμεινε ο Γκοβίντα σκυμμένος για λίγο ακόμα πάνω στο ήρεμο πρόσωπο του Σιντάρτα, που μό¬ λις είχε φυλήσει, που μόλις πριν ε'ιχε γίνει η σκηνή όλων των σχηματισμών, των τωρινών και των μελλοντικών. Το πρόσωπο παρέμεινε απαράλλαχτο, αφού κάτω από την ε¬ πιφάνεια του έκλεισε τη βαθύτητα της πολλαπλότητας, χαμογελούσε ήρεμα, χαμογελούσε σιγανά και ήπια. Ί¬ σως πολύ αγαθά, ίσως πολύ ειρωνικά, ακριβώς όπως χα¬ μογελούσε ο Έξοχος.

- 1 2 4 - - 1 2 5 -

Page 63: Hermann-Hesse-Σιντάρτα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ

Ο Γκοβίντα υποκλίθηκε βαθιά και στο πρόσωπο του έ­τρεχαν δάκρυα χωρίς να το καταλαβαίνει. Σαν φωτιά έ­καιγε στην καρδιά του το αίσθημα της τρυφερότατης α­γάπης, του ταπεινού σεβασμού. Υποκλίθηκε βαθιά, ως τη γη , μπροστά στον καθιστό ακίνητο Σιντάρτα, που το χαμό¬ γελο του του θύμιζε ό,τι είχε αγαπήσει κάποτε στη ζωή του, ό,τι υπήρξε γ' αυτόν πολύτιμο και ιερό.

- 7 2 6 -